Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε ότι αν μπορείς να κοιτάξεις τον φόβο κατάματα, μόνο τότε εκείνος θα σηκωθεί και θα φύγει. Και αναρωτιέμαι εαν τελικά ξεπουλάμε την ίδια μας τη ζωή, τρέμοντας για αυτό που έχει ήδη συμβεί, εαν γινόμαστε κομπάρσοι μιας μοντέρνας αρχαιοελληνικής τραγωδίας όπου οι θύτες προβάρουν το κοστούμι του ήρωα και ο από μηχανής θεός αρνείται να σώσει ένα κοινό χωρίς ψυχή…
Εισέβαλαν, που λες, στο σπίτι σου και σου άρπαξαν όλα τα έπιπλα, εκτός από το σχεδόν ετοιμόρροπο κρεβάτι. Ωστόσο, δεν αντιδράς, η φωνή καλύπτεται με την κουβέρτα της εξάρτησης. Γατζώνεσαι στο τελευταίο περιουσιακό σου στοιχείο, γιατί γύρω σου οι άνθρωποι καταλήγουν άστεγοι στους δρόμους της απόλυτης συνενοχής, άρα, εσύ, λογαριάζεσαι για τυχερός, με ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της μίζερης ύπαρξής σου.
Και δεν καταλαβαίνεις ότι ένα όπλο, αργά και βασανιστικά, σημαδεύει την αξιοπρέπεια σου, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι ο χρόνος κυλά αντίστροφα, ότι πλησιάζει η μέρα που το κρεβάτι θα λείπει από το σπίτι της απελπισίας και τα κλειδιά θα περνούν σε ξένο ιδιοκτήτη.
Και συνεχίζεις να λογομαχείς στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης για το ποιος πολιτικός αποστηθίζει πειστικότερα τα λόγια της σύγχρονης φαρσοκωμωδίας, και συμβουλεύεις τους γύρω σου να κοιτούν μονάχα την οικογένειά τους καθώς ναι, είμαστε όλοι άνθρωποι, ωστόσο στην καταστροφή μεταμορφωνόμαστε σε άγρια θηρία που μεριμνούν για την επιβίωση της αγέλης τους.
Κάποιες στιγμές, οι τύψεις σκιάζουν τη συνείδηση, όμως, και πάλι, οι πιο σοφοί σε νουθετούν, σου ψιθυρίζουν ότι είναι μάταιο να παλεύεις να σώσεις τον κόσμο όλο, ότι οι απόψεις σου χαρακτηρίζονται ιδιαιτέρως επαναστατικές και καθόλου αρεστές από τον πολιτικά συντηρητικό διευθυντή σου.
Έλα τώρα…. Θέλεις στ’ αλήθεια να χάσεις τη δουλίτσα σου; Φόρεσε τη μάσκα της υποκρισίας και χάιδεψε με το χέρι του τρόμου όσους σου εξασφαλίζουν ένα κομμάτι ψωμί, ακόμη και αν αυτό το κομμάτι είναι δηλητηριασμένο και το φάρμακο του λεηλατεί την ακεραιότητα της ψυχής.
Σε παρακαλώ πολύ, μη σταματάς να καταφέρεσαι εναντίον των αχάριστων ταξιτζήδων που απεργούν γιατί πεινάνε, των ασυνείδητων φαρμακοποιών που αρνούνται να δεχτούν αγόγγυστα μέτρα παράλογα και όλων των επαγγελματικών συλλόγων που απειλούν στιγμιαία τη ψευδαίσθηση του άχαρου βολέματός σου.
Μέχρι που ένα βράδυ, γατζωμένος στο κρεβάτι του ατομικισμού, ακούς βαριά βήματα να απειλούν τα δεδομένα του χάρτινου κάστρου σου. Φωνάζεις για βοήθεια μα κανείς δεν σε απαλλάσσει από το πικρό πεπρωμένο σου, καθώς μια φυλακή έχει πάρει τη θέση της χώρας σου και οι όμηροι, αλυσοδεμένοι στους ψιθύρους που δεν έγιναν ποτέ κραυγές, οδηγούνται στην εκτέλεση που λογάριαζαν για σωτηρία…