Κείμενο: Μαρία Κουσαντάκη
Γεια σου, τι κάνεις. Τόσο απλά, τόσο κοινά, τόσο μοναδικά συνηθισμένα και τόσο μοναδικά ξεχωριστά παράλληλα μου συστήθηκες.
Καλά είμαι, εσύ πως είσαι, αποκρίθηκα. Τόσο γελοία οικεία και τόσο μοναδικά συνηθισμένα και μοναδικά ξεχωριστά παράλληλα.
Και κάπως έτσι κοιταχτήκαμε για λίγο και ξεκίνησε τον περίπατό της αυτή η περίεργη γνωριμία…
Σε σκοτεινά σοκάκια και μυστήρια αυλάκια πού και πού συναντιόντουσαν τα βλέμματά μας. Πού και πού αντάλλαζαν κάποια σιωπηρή κουβέντα μέσα στον παγετό της ροής της ζωής τους. Πού και πού λέγανε στα βιαστικά δύο λέξεις και δύο σκέψεις, όχι όμως παραπάνω, μην τυχόν και κάποιος από τους δύο χάσει τον έλεγχο και αφεθεί στην αβεβαιότητα.
Και χάνονται οι σκιές μας και βρίσκονται μέσα στο πλήθος, και σιγοψιθυρίζουν ενίοτε μία τρομαγμένη καλησπέρα. Και οι μέρες περνάνε, τα λεπτά, οι ώρες, και η θύμησή σου πια δεν υπάρχει. Όχι, πέρασε. Οι ροές μας κυλάνε όπως πριν, όπως πρώτα. Και η ελάχιστη επικοινωνία βασίζεται σε μία μικρή οικειότητα που προδίδει πως κάποια στιγμή, κάπως βρεθήκαμε.
Βρεθήκαμε. Συναντήθηκαν για λίγο οι πνοές μας, ανταλλάξαμε ανάσες, μεθυσμένες ανάσες. Ανταλλάξαμε και για λίγο μερικά αγγίγματα, μερικές αγκαλιές. Ανταλλάξαμε ποτά, ξενύχτια, φοβισμένες λέξεις, τα κορμιά μας. Και ύστερα χαθήκαμε. Εσύ στη σιγουριά των φόβων σου, κι εγώ στη βεβαιότητα του τέλους μας. Προχωρήσαμε για λίγο. Τουλάχιστον εγώ προχώρησα.
Κι ύστερα πάλι, κάπου βλέπω τα γνώριμα ίχνη σου στο δρόμο μου.
‘Γεια σου, είσαι καλά;’, με ρώτησες, απρόσμενα οικεία.
‘Μια χαρά, εσύ τι κάνεις;’, σου απάντησα, περίεργα οικεία.
Σαν οι μέρες, ο χρόνος, να ένωσαν ξαφνικά όλο το κενό που περίτρανα μας είχε καλύψει τόσο καιρό.
Σε ανακαλύπτω ξανά, σε βλέπω ξανά, σε γνωρίζω ξανά. Και η θύμησή μας παίρνει ξανά σιγά σιγά μορφή και υπόσταση.
Η ομορφιά σου. Το κορμί σου. Κάτι μου θυμίζει. Κάπου το έχω συναντήσει ξανά. Όμως φοβάμαι να θυμηθώ. Πάνω του βλέπω πληγές. Πληγές δικές του, πληγές δικές μου, ματωμένες στιγμές που δε θέλω να έρθουν στην επιφάνεια της σκέψης μου. Όμως δε μπορώ να αντισταθώ. Λάθος. Δε θέλω να αντισταθώ. Τρέχω με χίλια πάνω σε αυτές τις οικείες αλλά άγνωστες παράλληλα ματωμένες πτυχές του κορμιού σου. Και σε αγγίζω τόσο δειλά, που σχεδόν δεν το νιώθω.
Το πρόσωπό σου. Ακόμα πιο οικείο. Μου θυμίζει κάτι χαμένα μεθυσμένα γέλια που κάπου ξεχάσαμε και παρατήσαμε. Το βλέμμα σου, έντονο και διαπεραστικό. Με γδύνει χωρίς να με αγγίζει και με αγγίζει χωρίς να με ακουμπάει.
Το χαμόγελό σου. Ίσως το πιο όμορφο χαρακτηριστικό σου. Σου πάει τόσο να χαμογελάς, σου πάει τόσο να μου χαμογελάς, σου πάει τόσο να σε κάνω να χαμογελάς. Σου πάει ακόμα πιο πολύ όταν γελάς με την ψυχή σου, όταν το αυθόρμητο γέλιο σου φωτίζει το πρόσωπό σου και δίνει στα μάτια σου μία άλλη χροιά, μία παιδική απόχρωση, μία ανάλαφρη γοητεία ενός χαρούμενου παιδιού ξεχασμένο σε αναμνήσεις ζωηρές των παιδικών του χρόνων. Τότε που όλα φάνταζαν όμορφα, φωτεινά και μαγικά.
Το χαμόγελο πάνω σου είναι το πιο αφοπλιστικό σου μέσο να με παγώσεις. Όταν χαμογελάς πάνω στο πρόσωπό μου, το νιώθω, το εισπράττω, ρουφάω την κάθε αντανάκλαση αυτού του γέλιου πάνω μου. Δε μπορεί να μην έχεις δει αυτές τις λεπτές αντανακλάσεις του πάνω στο πρόσωπό μου.
Όμως και πάλι διακρίνω δυσκολία. Και από σένα και από μένα. Και πάλι η συνάντησή μας έχει περίπλοκα σημεία και νεφελώδη στίγματα πάνω στην επιφάνεια της έλξης μας.
Από τη μία θέλω να τρέξω να σωθώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το σεισμό που αφουγκράζομαι κάτω από το μετέωρο έδαφος της επαφής μας. Από την άλλη θέλω να τα διαλύσω όλα και να πέσω με όλη μου τη δύναμη πάνω στον όποιο τοίχο εμποδίζει την απόλυτη επαφή μου μαζί σου. Θέλω να γκρεμίσω με τα χέρια μου, με το πείσμα μου, την καρδιά μου και τις σκέψεις μου κάθε πέτρα μικρή ή μεγάλη που συνιστά αυτό τον τοίχο. Έναν τοίχο που είναι εκεί, τον νιώθω, με εμποδίζει. Περπατάω να βρω την άκρη του και να δω από πίσω, κάπου εκεί φαίνεσαι. Πηδάω ψηλά να φτάσω την κορυφή του, κάπου βλέπω τα ίχνη σου. Όμως όλα στιγμές. Σκόρπιες, απροσδιόριστες, ατέρμονες στιγμές. Καμία συνέχεια μεταξύ τους.
Και εμείς; Εμείς τι κάνουμε; Κι όμως κάτι μας κρατάει ακόμα εδώ. Κάτι υπάρχει που ενίοτε μας τινάζει και μας θυμίζει τη γνωριμία μας.
Κάποιες στιγμές βρισκόμαστε λίγο παραπάνω. Λίγο πιο πολύ από το συνηθισμένο. Και κάπως σε εκείνα τα χρονικά δεδομένα, μιλάνε λίγο περισσότερο οι σιωπές μας και οι φόβοι μας. Ξέρεις, αρχίζω να βλέπω και πράγματα που τελικά δε μου ταιριάζουν τόσο. Ξέρεις, ανήκω λίγο σε έναν άλλο κόσμο. Πιο παράταιρο, πιο περίπλοκο, που αν τον δεις όμως, είναι γεμάτος χρώματα και απλότητα. Ξέρεις, εσύ σε αυτό τον κόσμο με γνώρισες. Κάτι κουβαλάς και εσύ από αυτόν, για κάποιο λόγο περπάτησες αυτό το δρόμο και με βρήκες. Και ξέρεις, αν πιάσεις το χέρι μου, θα το δεις ξεκάθαρα. Και ξέρεις, αν πιάσω το χέρι σου, δε θα πέσουμε.
Μου είχες πει πως δε θέλεις δάκρυα στα μάτια μου. Και με βεβαιότητα μου είπες πως σίγουρα δε θα υπήρχαν δάκρυα στο πρόσωπό μου που να προέρχονται από σένα. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα τι εννοούσες. Ποτέ δεν κατάλαβα αν εσύ δεν ήθελες να μου τα προκαλέσεις ή αν θεωρούσες περίεργο το να δακρύσω εγώ για σένα. Και τώρα, τώρα αυτή τη στιγμή που γράφω στα χαρτιά μου όλα ετούτα, τώρα υπάρχουν λίγα δάκρυα. Και μάντεψε, γεννήθηκαν στη θύμησή σου. Δεν είναι δάκρυα χαράς, μα ούτε λύπης. Δεν τα προκάλεσες εσύ, μωρό μου μη φοβάσαι. Είναι κι αυτά μία απροσδιόριστη έκφραση των σκέψεών μου. Ίσως είναι οι ανείπωτες λέξεις που φοβάμαι να πω. Ίσως είναι ο ανείπωτος ενθουσιασμός που βρυχάται μέσα μου. Ίσως και να είναι ίχνη του πάθους που σιγοκαίει μέσα μου και με κατακλύζει.
Μπορεί και να είναι όλα εκείνα που απλά απέφυγα να σου πω και δείλιασα στη βολή μου. Και μαζί με αυτά τα λιγοστά δάκρυα αποκαλύπτονται και λίγες σκέψεις μου. Φεύγουν μαζί τους ατέλειωτοι ειρμοί σκέψεων που δείλιασαν να γίνουν πράξη. Δάκρυα που παίρνουν μαζί τους παγωμένα ουρλιαχτά από χιλιάδες μικρούς ψίθυρους που φώναζαν κρυφά σε θέλω σε θέλω σε θέλω! Και σαν να έχουν τιμωρηθεί αποσύρονται χωρίς να πουν ποτέ τι έχουν μέσα τους.
Ξέρω, ακούγομαι ρομαντική, ουτοπική. Είμαι κάπως. Και ξέρω πως εσύ αυτό το σιχαίνεσαι. Ξέρω επίσης όμως ότι το λατρεύεις αυτό μου το χαρακτηριστικό. Γιατί ξέρω πως μέσα σου γνωρίζεις τον τρόπο με τον οποίο ενσαρκώνω αυτόν τον ρομαντισμό.
Και ξέρεις, μου αρέσει αυτή μας η διαφορά. Γιατί ξέρω πως στο βάθος μοιραζόμαστε τόσα κοινά πάθη, αξίες, αισθήματα, θέλω. Δε με νοιάζει ο τρόπος που τα εκφράζουμε. Μου αρκεί να μπορώ εγώ να τα εκφράσω με τον τρόπο μου και εσύ με τον δικό σου. Εκεί είναι η ουσία.
Και τι είσαι εσύ; Ποιός θεός και ποιά πυξίδα σε οδήγησαν στο δρόμο μου; Και τι θέλεις από μένα; Σου χάρισα ήδη μερικά από τα γέλια μου. Σου έδωσα ήδη το πληγωμένο μου κορμί, σου έδωσα το άγγιγμά μου, σε άφησα να εισβάλλεις μέσα μου. Μπήκες μέσα μου για τα καλά. Και χωρίς κανένα τοίχος, χωρίς καμία ασπίδα. Μπήκες μέσα μου απροστάτευτα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και δε με πείραξε. Και δεν το εμπόδισα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί το εμπιστεύτηκα. Και όχι, δεν το κάνω κάθε μέρα, ούτε με τον καθένα. Ούτε εσύ. Και το ξέρουμε και οι δύο καλά.
Και το ταξίδι ξαφνικά ξεκινάει… Σε έναν καιρό που έχει αέρα, επιλέγουμε να το κάνουμε στη θάλασα μέσα στη φουρτούνα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Και ρισκάρω. Και ρισκάρεις. Μα τι θα ήταν άραγε όλο αυτό δίχως μία στάλα ρίσκου;
Το ταξίδι στο κορμί σου είναι μία διαδρομή περίεργη, που χωρίς να ξέρω που οδηγεί, μου αρέσει να παίρνω τα ηνία και να αφήνομαι πάνω του στο άγνωστο. Το κορμί σου πάνω μου, εσύ μέσα μου, εγώ πάνω σου, δίπλα σου, οι ανάσες μας και τα σώματά μας ανακατεμένα με υγρά, τρίχες, πνοές που μυρίζουν αποτσίγαρα, κοιμισμένα φιλιά και ξεχασμένα αγγίγματα.
Και ξαφνικά τα ίχνη αυτού του ταξιδιού αρχίζω να τα αισθάνομαι πάνω μου. Ξαφνικά περνάς από το μυαλό μου. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως σε νοιάζομαι, συνειδητοποιώ πως κι εσύ με νοιάζεσαι. Το βλέπω. Το βλέπω στην απλότητα του τρόπου που με προσέχεις, το βλέπω στον τρόπο που γελάω μαζί σου. Τι συμβαίνει;
Το ταξίδι αρχίζει να κινητοποιεί το μέσα μου, η θάλασσα με βρέχει, ο αέρας με φυσάει, σαν να μου φωνάζουν όλα πως κάπου εκεί υπάρχεις κι εσύ.