Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 13
Είχε απλώσει τα πόδια του μακριά. Να φτάνουν όσο πιο πολύ μπορούσαν τον ήλιο. Τέτοιος ήλιος Μάρτιο μήνα ήταν κρίμα να πάει χαμένος. Είχε βγάλει παπούτσια και κάλτσες. Είχε τα βιβλία μέσα στην τσάντα για προσκέφαλο. Το παγκάκι δεν είχε ακίδες. Δεν ήταν σκληρό. Τα πόδια του απλώνονταν στον ήλιο και στη ζέστη. Ένιωθε το φως να του ψήνει το δέρμα και να στεγνώνει τις φλέβες που ‘χε από κάτω του. Έμεινε ακίνητος πολλή ώρα έτσι. Ο ήλιος τού ξέραινε κάθε κομμάτι ακάλυπτου δέρματος. Τη μύτη. Τα αφτιά του. Το λαιμό, μέχρι εκεί που άνοιγε το πουκάμισο. Τις παλάμες και τους καρπούς, στο σημείο που το ρολόι που φορούσε δεν έκρυβε τον αριστερό. Λίγο και την κοιλιά, με το χνούδι της, στην ανασηκωμένη μπλούζα. Ρουφούσε προκαταβολικά το καλοκαίρι που χρειαζόταν μετά από ένα χειμώνα.
Έμεινε έτσι. Θόρυβοι δεν τον ενοχλούσαν.
Ένα αφτί χωρίς νερό είναι πέτσινο, και δεν ακούει. Ολόκληρος είχε γίνει πέτσινος. Η ζέστη του ήλιου τον αφυδάτωνε.
Στέγνωνε από υγρά και αναμνήσεις. Άνοιξε τα μάτια και κοίταζε τον ήλιο. Τώρα αυτός έκαιγε και τα τελευταία ίχνη υγρασίας που αυτά διέσωζαν.
Όταν σηκώθηκε ήταν μόνο κρέας. Το νερό, αυτό το λίγο που ‘χε περισσέψει μέσα του τόσο καιρό προτού να γίνει κάτι, έμεινε εκεί, μια στάμπα πάνω στο παγκάκι.