Ποίημα: Γκαραβέλας Χρήστος


Και σε μια σειρά περπατάς μαζί με όλους τους άλλους
τα μάτια κάτω,μπροστά δεν βλέπεις
σε έχουν δεμένο με αόρατες αλυσίδες
και προσπάθεια καμιά απ’ τα δεσμά να ξεφύγεις
και το βάρος μεγαλώνει
και στα πόδια σου πέφτεις
αλλά πρέπει να συνεχίσεις

“Ακόμα νέος είσαι
μπορείς να τα καταφέρεις”, σου λένε
αλλά εσύ έχεις ήδη πεθάνει
και κανείς δεν το έχει καταλάβει
ούτε καν εσύ

Ο Άνθρωπος που δεν υπήρχε ποτέ
τώρα είναι εδώ μπροστά σας
και δεν ξέρετε τι να τον κάνετε
όπως και ο ίδιος δεν ξέρει τι να κάνει με τον εαυτό του.

Φωτιά δυνατή που κανείς δεν βλέπει
αλλά τα σωθικά σου έχει κάψει

Και γελάς ενώ πονάς
κι όταν ψηλά πετάς
μ’ ένα χαστούκι σε ρίχνουν ξανά.

Κοιτάς πίσω σου μα ίχνος δεν βλέπεις
ό, τι υπήρχε από σένα έχει πια χαθεί
και η φωτιά που έκαιγε έχει πια σβήσει
τώρα τι μένει;
να περιμένεις το τέλος;

Αλλά κάποια στιγμή ξυπνάς
τα μάτια σου πετάγονται
από το βαθύ το λήθαργο έχεις βγει
και τρέχεις, τρέχεις
αλλά ίσως πλέον να είναι αργά
και φωνές δυνατές, σε ρωτούν
“Έχεις καθόλου φωτιά;”

Ένα κυριακάτικο μεσημέρι
μαζεμένοι γύρω σου μα δεν ακούς
η καμπάνα χτυπά
και μέσα απ’ το χώμα βγαίνει
ένας καπνός δυνατός, πυκνός
αλλά τώρα δεν είσαι εκεί

Ψυχή και σώμα σε μονοπάτια χωριστά
και μια φωτιά που έμεινε κρυμμένη καιρό
καίει τώρα εκεί που δεν υπάρχεις