Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 16
Στο ράφι είχε τελειώσει ο μπλες. Μπλες ήταν το όνομα που δώσανε στον χρώματος μπλε καφέ που ‘πιναν. Ο παλιός καφές, ο καφέ, είχε απαγορευτεί. Πολλά πράγματα είχαν απαγορεύσει με το που ανέλαβαν την εξουσία. Συνήθειες του ύπνου και ό,τι σχετίζονταν με αυτόν. Τα ξυπνητήρια γίναν περιττά, τους ξύπναγε μια μουσική που έπαιζε στο δρόμο από ηχεία που έκρυψαν σε κάθε κολώνα του ρεύματος. Τα διπλά κρεβάτια απαγορεύτηκαν, και ένα στρώμα, μονό, αρκούσε. Η ώρα της εργασίας αυξήθηκε, μαζί και αυτή του ύπνου. Κατάκοποι γυρνούσαν σπίτια τους όλοι με στόματα κουρασμένα απ’ το χασμουρητό, παρά με χέρια πιασμένα από την δουλειά. Ο καφές ήταν από τα πρώτα πράγματα που απαγορεύτηκε. Αρχικά μίλησαν για οικιοθελή παράδοση, κι όταν αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κάποιοι που κράτησαν κρυφά προμήθειες στα ντουλάπια τους ακολούθησαν επιχειρήσεις εφόδου σε σπίτια, υπόγεια, αποθήκες. Οι συνέπειες στην οικονομία φάνηκαν αμέσως. Καφετέριες και καντίνες κλείσανε. Τα ράφια στα σουπερ μάρκετ άδειασαν. Έλλειψη παρουσιάστηκε στο παγωτό μόκα. Οι λίγες καφετζούδες που ‘χαν απομείνει έκλεισαν τα σπίτια τους. Σε κάθε σπίτι μπήκε ο μπλες. Τους τον χορηγούσαν δωρεάν. Σε κάθε έναν αντιστοιχούσε μισό κιλό μπλε το μήνα. Δεν μπορούσες να μην το πιεις. Η σύνθεσή του σου άλλαζε μια βιταμίνη στο δέρμα κι αυτό σκούραινε μέχρι να γίνει μπλε. Έβλεπες στο δρόμο πρόσωπα τις πρώτες μέρες γαλανά, μόλις πρωτοξεκίνησαν να τον πίνουν και την επόμενη τους πετύχαινες στο λεωφορείο και το δέρμα τους είχε γίνει σκούρο μπλε. Ειδικοί σταθμοί μέτρησης του χρώματος στήθηκαν σε κεντρικά σημεία, ενώ οι μπλε αστυνομικοί αν δεν ανταποκρινόσουν στη νέα απόχρωση είχαν δικαίωμα να σε συλλάβουν και να σε οδηγήσουν σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο για καταναγκαστική χορήγηση του συστατικού του μπλε σε ενέσιμη μορφή.
Κάποιοι προσπάθησαν να αντισταθούν. Έφτιαξαν ομάδες, βρίσκονταν κρυφά. Οι γείτονες, οι διπλανοί, είχαν γίνει καχύποπτοι. Καλούσαν αμέσως την αστυνομία αν κάποιος δεν ήταν αρκετά μπλε και αμέσως τους επιβράβευαν, παραχωρώντας τους το σπίτι αυτού που δεν υπάκουε στην νέα χρωματική διαταγή. Για να γλιτώνουν τη σύλληψη πολλοί αγόρασαν καλλυντικά. Περνούσαν με σκιές για τα μάτια όλο τους το σώμα. Έβαφαν με τέμπερες και χρώματα ζωγραφικής τα πρόσωπά τους· άλλοι χτυπούσαν ο ένας τον άλλον για να χουν μελανιασμένο δέρμα. Ήρθαν οι ζέστες όμως, και ο ιδρώτας έδιωχνε το χρώμα. Όταν το βαγόνι έφτανε στο προορισμό του ήδη τους περίμεναν απ’ έξω με τις χειροπέδες. Αργότερα οι βροχές, ξαφνικές, τους άφηναν στο κέντρο της πλατείας ξεβαμμένους. Τους συλλαμβάνανε. Μερικοί δυο ή και παραπάνω, ή καμιά φορά κανένας μόνος του συνέχιζαν να κρύβονται, να μελανιάζουν τους εαυτούς τους, μα ήταν λίγοι όσοι άντεχαν τον πόνο αυτόν