Άρθρο: Καμινιώτη Νικολέτα
Ψυχολόγος
Η αγάπη για τον εαυτό είναι η αρχή για την σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων. Πολλοί άνθρωποι, πιστεύουν πως αγαπάνε τον εαυτό τους ενώ στη πραγματικότητα δεν το κάνουν ενώ κάποιοι θεωρούν πως η έννοια αγαπώ τον εαυτό μου είναι εξισωμένη με την έννοια του «εγωιστή», του «παρτάκια».
Δυστυχώς δεν γεννιόμαστε έχοντας μάθει να αγαπάμε τον εαυτό μας, δεν ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο ξέροντας πως είναι να αγαπάς. Οι γονείς μας είναι αυτοί που θα μας πάρουν από το χέρι και θα μας δείξουν πως είναι η αγάπη, μέσα από τις δικές τους αλληλεπιδράσεις, μέσα από τα δικά τους βιώματα.
Πολλοί από εμάς ίσως σε κάποια στιγμή της ζωής μας να έχουμε αισθανθεί πως δεν αξίζουμε, πως οι γονείς μας δεν μας αγαπούν αρκετά ή μπορεί να έχουμε μείνει με ένα σύντροφο με τον οποίο έχουμε πάψει να είμαστε πλέον ευτυχισμένοι.
Πολλές διαδικασίες κατά την διάρκεια της ωρίμανσης μπορούν να πυροδοτήσουν την πεποίθηση ότι δεν είμαστε άξιοι αγάπης.
Παρόλο που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αγάπη, τα «ευαίσθητα» αυτιά και μάτια μας μπορεί να έχουν αντιληφθεί κάποιες στιγμές τα αρνητικά συναισθήματα των γονέων μας. Συχνά οι γονείς αισθάνονται θυμό, λύπη, έχουν ανεκπλήρωτες επιθυμίες που συγχέονται με τα θετικά συναισθήματα που τρέφουν προς εμάς. Εμείς αισθανόμαστε αυτά τα «βουβά» συναισθήματα και υποψιαζόμαστε πως εμείς είμαστε η αιτία. Έτσι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να μας διαμορφωθεί η πεποίθηση πως οι γονείς μας δεν μας αγαπούν αρκετά. Αυτό φυσικά έχει ως αντίκτυπο στην αυτοεκτίμησή μας και στις επιλογές που κάνουμε ως ενήλικες. Αυτή η πεποίθηση γίνεται ένα με το σώμα μας, μας συνοδεύει σε κάθε σχέση μας και μας αποστασιοποιεί ίσως από την προσωπική μας ευτυχία.
Επιπρόσθετα, μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο οι γονείς δεν ενθαρρύνουν την έκφραση των αρνητικών συναισθημάτων, με τρόπο ασυνείδητο, «περνούν» το μήνυμα στο παιδί πως οφείλει να είναι πάντα χαρούμενο για να μην στενοχωρηθεί η μαμά ή ο μπαμπάς, να είναι πάντα ένα καλό παιδί για να είναι καλά και οι γονείς. Που μπορεί να οδηγήσει όμως αυτό; Μόλις χάσουμε επαφή με τα δικά μας συναισθήματα και τον δικό μας εσωτερικό κόσμο, συνήθως υιοθετούμε την στάση του να ικανοποιούμε πάντα τις επιθυμίες των άλλων, παραμερίζοντας τις δικές μας. Μέσα από αυτήν την συνεχή εκπλήρωση των επιθυμιών των άλλων, βρίσκουμε την ανταπόκριση από τους άλλους, την αναγνώριση που αναζητούμε. «Πώς μπορώ λοιπόν να είμαι αποδεκτός αφού το να είμαι εγώ δεν λειτoυργεί; Mε το να ικανοποιώ τους άλλους, με το να είμαι πάντα το καλό κορίτσι ή το καλό αγόρι. Αφού αυτό έχω μάθει να κάνω». Βαφτίζουμε ίσως αγάπη την εγκατάλειψη των δικών μας αναγκών και πορευόμαστε με αυτό ως ενήλικες. Τι γίνεται όμως με το μικρό παιδί μέσα μας που θέλει να «ουρλιάξει»;
Στη συνέχεια, τίθεται και το θέμα των προσδοκιών. Οι γονείς έχουν προσδοκίες από εμάς. Επιθυμούν να είμαστε έξυπνοι, επιτυχημένοι ή να κάνουμε αυτά που εκείνοι δεν έχουν καταφέρει. Μας μεταβιβάζουν αυτές τις προσδοκίες με τρόπο ασυνείδητο και όταν δεν τις εκπληρώνουμε αισθανόμαστε πως δεν αξίζουμε, πως δεν μας αγαπούν αρκετά. Αλλά, ακόμα και αν τα καταφέρουμε ερχόμαστε ίσως αντιμέτωποι με ένα συναισθηματικό κενό, ακριβώς διότι αυτή η επιθυμία δεν απορρέει από εμάς. Γινόμαστε κάτι που πραγματικά δεν επιθυμούμε, κάτι που μπορεί να μας φαίνεται ξένο. «Τώρα μαμά, μπαμπά με αγαπάς»; Και η απάντηση στην ερώτηση δεν θα έρθει ποτέ ακριβώς γιατί, είναι δύσκολο και επίπονο να συνειδητοποιήσει κανείς σε αυτό το σημείο πως οι γονείς του τον αγαπάνε γι’ αυτό που θα θέλανε εκείνοι να είναι και όχι για αυτό που πραγματικά είναι. Να αποδεχτεί τους γονείς του ως ανθρώπους, να «πενθήσει» γι’αυτά που δεν έχει λάβει και να οδηγηθεί στην ψυχική ωριμότητα. Ένα παιδί που δεν το έχουν αποδεχτεί οι γονείς γι’αυτό που είναι αναζητά την άνευ όρων αποδοχή σε ένα άλλο πρόσωπο, προσπαθεί πάντα να φτάσει κάπου. Έχει ανάγκη από ένα γονιό που δεν περιμένει να είναι τέλειο, να είναι αυτό που αυτοί ονειρεύτηκαν. Aλήθεια, οι ίδιοι αγαπούν τον εαυτό τους; Τον αποδέχτηκαν ποτέ;
Επιπλέον, ο τρόπος που οι δύο γονείς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους είναι εξίσου σημαντικός. «Ο τρόπος που αγαπάς την μαμά, που μιλάς στη μαμά, που σχολιάζεις το σώμα της, είναι ακριβώς ο τρόπος που μου μαθαίνεις να αγαπάω τον εαυτό μου, το σώμα μου και μου δείχνεις πώς μου αξίζει να μου φέρονται στο μέλλον». Μπορεί κανείς να καταλάβει αν αγαπάει τον εαυτό του και μέσα από τoυς ανθρώπους που επιλέγει στη ζωή του. Μια γυναίκα που έχει δεχτεί συναισθηματική απόρριψη από τον πατέρα της επιλέγει συνήθως ως συντρόφους άντρες που την απορρίπτουν συναισθηματικά γιατί αυτό της είναι οικείο, διότι έχει μεταφράσει την απόρριψη ως αγάπη.
Σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, είναι η ώρα να τεθεί το ερώτημα: «Πότε αγαπάω τον εαυτό μου»;
Αγαπάω τον εαυτό μου σημαίνει θέτω προσωπικά όρια χωρίς να επιτρέπω σε κάποιον άλλον να με προσβάλλει ή να με μειώσει ή να με κακοποιήσει συναισθηματικά. Σημαίνει πως ξέρω πότε να φύγω από μια σχέση που δεν είμαι πλέον ευτυχισμένη και κρατώ μακριά ανθρώπους που με πληγώνουν. Δέχομαι τον εαυτό μου γι’αυτό που είναι και σταματάω να είμαι σκληρός κριτής, γνωρίζω τα θετικά μου αλλά και τις αδυναμίες και τον επιβραβεύω για τις προσπάθειες που κάθε φορά καταβάλλει. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου, τόσο ως προς την υγεία, όσο και ως προς την εξωτερική εμφάνιση, του συμπεριφέρομαι σαν κάποιον που αγαπώ αληθινά και δεν θέλω να βλάψω. Τον σέβομαι και επιλέγω δίπλα μου ανθρώπους που κάνουν το ίδιο, που με δέχονται γι’αυτό που είμαι, που δεν προσπαθούν να με αλλάξουν και που με κάνουν χαρούμενο.
Να μην ξεχνάμε ποτέ, πως αν δεν αγαπήσουμε τον εαυτό μας, ποιός θα βρεθεί να το κάνει για εμάς; Πώς θα κάνουμε «χώρο» στη ζωή μας για να αγαπήσουμε κάποιον άλλον; Αν εμείς οι ίδιοι δεν πιστέψουμε στον εαυτό μας, ποιός θα το κάνει;
Εσύ, που διαβάζεις αυτό το κείμενο, αγαπάς τον εαυτό σου;
Πρότεινόμενη βιβλιογραφία
Hendricks.,G. (1993). Learning to love yourself : A guide to becoming centered. Prentice Hall Press