Ποίημα: Χρήστος Γκαραβέλας
Βρίσκομαι και πάλι στο σκοτάδι
και απεγνωσμένα ψάχνω δεξιά και αριστερά
να βρω λίγο φως
ένα κομμάτι ελπίδας για να ακολουθήσω
τα μάτια μου συνηθισμένα και μπουχτισμένα στο σκοτάδι
τα χέρια μου αγγίζουν στο πουθενά
ψάχνουν για κάτι
κάτι για να πιαστώ και να τραβηχτώ
έξω στο φως εκεί που ανήκω
Ξαφνικά, τα μάτια σου
με ποτίζουν με ένα ζεστό φως
σαν να με κοιτάζει μέσα στα μάτια ο ήλιος ο ίδιος,
απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το δικό σου
και τότε σαν να έχω πάρει φωτιά
η σπηλιά γύρω μου διαλύεται
και πέτρες ολόγυρά μου πέφτουν
σαν δάκρυα που δεν υπάρχουν πια
κι εγώ βρίσκομαι ψηλά
ψηλά στο ουρανό, εκεί όπου ανήκω,
εκεί που θα έπρεπε να βρίσκομαι από την αρχή
και τώρα,
τώρα σας κοιτάζω όλους από ψηλά
και το λαμπερό μου φως
καίει τις γεμάτες δηλητήριο ανάσες
και φωτίζει τις σκοτεινές σας σκέψεις
και από εκεί ψηλά σαν να μην υπάρχετε
και μόνο εγώ εδώ ψηλά μαζί σου
Κοιτάζω ολόγυρά μου
και ψάχνω να δω όσα αστέρια έχουν απομείνει
και είναι ακόμα πολλά
αλλά τίποτα δεν έχει μείνει από το σκοτάδι
και οι σκιές του παρελθόντος
χάνονται μέσα στην φωτιά της ψυχής μου,
φωτογραφίες κακών αναμνήσεων
που καίνε μέσα στο τζάκι.