Άρθρο: Μένη Κουτσοσίμου
Ψυχολόγος – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
ΜΔΕ στην Κοινωνική Ψυχιατρική-Παιδοψυχιατρική
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων
Μεταδιδάκτωρ Ιατρικής Παν/μίου Ιωαννίνων στην Ποιότητα Υπηρεσιών
Πίστευα ότι είχα δει αρκετά πράγματα στη ζωή μου, η απόλυτη έκπληξη όμως ήρθε σ’ ένα προσωπικό ταξίδι στη Γενεύη, όπου έπεσα πάνω σ’ ένα κατάστημα κηδειών με τον τίτλο: «Thanatos & Me». Μη με ρωτήσετε πώς ένιωσα, συνειδητοποίησα όμως πως η επιλογή του τίτλου ήταν ευρηματική. Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή τα όσα συμβαίνουν γύρω μου διαπιστώνω πως έχουν γραφτεί πολλά για τον τρόπο που πεθαίνουν οι επαγγελματίες υγείας όλων των ειδικοτήτων.
Η ενασχόλησή μου όμως με το εν λόγω θεματικό πεδίο, έγκειται πολλά χρόνια πριν. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπισε ένας διευθυντής τότε κλινικής, τους συγγενείς ενός ασθενούς. Θυμάμαι τη σκηνή, σαν να ήταν εχθές… μόλις έφτανα στο νοσοκομείο, παρκάροντας από την πίσω πλευρά όπως συνήθιζα να μπαίνω από τα μαγειρεία, και προχωρώντας στο υπόγειο προς το ασανσέρ, αντικρύζω 4-5 άτομα να περιμένουν για να ανέβουν σε κάποια κλινική. Η πόρτα ανοίγει, υπήρχε μόνο ένας γιατρός μέσα στο ασανσέρ, ο οποίος έκανε να βγει αλλά σαν κάτι να τον σταμάτησε… και ξάφνου τον ακούω να λέει με βροντερή φωνή «Είπαμε θα πεθάνει… μη με ζαλίζετε άλλο»… παγωμάρα παντού… παραλίγο να μου έπεφταν τα ερωτηματολόγια από τα χέρια. Κοιταχτήκαμε με τον κόσμο… ο γιατρός παρέμεινε μέσα στο ασανσέρ, οι πόρτες έκλεισαν και χάθηκε από μπροστά μας. Προφανώς κατάλαβε ότι οι άνθρωποι τον ακολουθούσαν για να μάθουν και κάτι ακόμη για τον άνθρωπό τους. Εκείνη τη στιγμή ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα από κοντά τους, ανεβαίνοντας σιωπηλά τις σκάλες, χωρίς καμία όρεξη για το έργο που όφειλα να διεκπεραιώσω εκείνη τη χρονική περίοδο. Έκτοτε πέρασε ο καιρός, ώσπου κάποια στιγμή είδα τον ίδιο γιατρό να δακρύζει στην αγκαλιά μιας καθηγήτριάς μου, ψυχιάτρου, σε κοινή θέα και λίγο αργότερα, τον ίδιο πάλι γιατρό, να βρίσκεται στο χειρουργείο με την εντολή από τον ίδιο «με ανοίγετε κι εφόσον δεν είναι καλά τα πράγματα, με ξανακλείνετε και με αφήνετε στην ησυχία μου, χωρίς χημειοθεραπείες και τα σχετικά». Σκληρός σε όλα του τελικά, πιστός μέχρι τέλους.
Δεν είναι συχνό θέμα συζήτησης, όμως και οι ειδικοί πεθαίνουν, και μάλιστα σε μεγαλύτερη συχνότητα από το προβλεπόμενο. Το παράδοξο είναι ότι παρόλο που βρίσκονται μέσα στα πράγματα, είτε παραμελούν την υγεία τους, είτε φοβούνται να αντικρύσουν την αλήθεια για τον ίδιο τους τον εαυτό. Για όλο το χρόνο που περνούν αποκρούοντας τους θανάτους των άλλων, τείνουν να είναι αρκετά διαφορετικοί όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με το δικό του θάνατο. Ξέρουν ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί, γνωρίζουν τις επιλογές, και γενικά τον τρόπο να έχουν πρόσβαση σε κάθε είδους ιατρική περίθαλψη, αν το ήθελαν, όμως κάτι δεν πάει καλά.
Γνωρίζουμε φυσικά αρκετά για τη σύγχρονη ιατρική και για τα όριά της. Και γνωρίζω αρκετά για το θάνατο για να καταλαβαίνω ότι όλοι οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο το ενδεχόμενο να πεθαίνουν στον πόνο, και να πεθαίνουν μόνοι. Λίγοι εξ’ αυτών θα ενημερώσουν τις οικογένειές τους.
Σχεδόν όλοι μας από τη θέση του ρόλου μας ως επαγγελματίες υγείας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με αυτό που ονομάζουμε «μάταιη φροντίδα». Όταν βρισκόμαστε στην αιχμή της τεχνολογίας και δεν μπορούμε να ανακουφίσουμε ή να επαναφέρουμε τις σωματικές λειτουργίες, πώς αντιμετωπίζουμε τις ψυχικές μεταπτώσεις; Ασθενείς διασωληνωμένοι, συνδεδεμένοι με τα μηχανήματα, σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με κόστος δεκάδες χιλιάδες ευρώ ημερησίως. Τι τίμημα έχει η υγεία και η απώλεια; Ποιος είναι προετοιμασμένος γι’ αυτή την αλλαγή στη ζωή; Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω ακούσει γιατρούς να μου έχουν πει, σε λέξεις που διαφέρουν μόνο ελαφρώς, «Υποσχέσου μου, πως αν μου βρείτε, κάτι τέτοιο, σκοτώστε με”. Και το εννοούν.
Για τη χορήγηση της ιατρικής περίθαλψης που κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν είναι ελάχιστα τα ερευνητικά δεδομένα. Οι γιατροί είναι εκπαιδευμένοι να συγκεντρώνουν πληροφορίες χωρίς να αποκαλύπτουν τα δικά τους συναισθήματα, παρά μόνο σε ιδιωτικό επίπεδο, μεταξύ των συναδέλφων τους.
«Πώς μπορεί κανείς να το κάνει αυτό για τα μέλη της οικογένειάς τους;» θα με ρωτήσετε.
Πώς συμβαίνει οι γιατροί να διαχειρίζονται με τόση πολύ φροντίδα ό,τι δεν θα ήθελαν για τον εαυτό τους; Η απάντηση δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη όσον αφορά στους ρόλους που επωμίζονται οι μεν και οι δε, ειδικοί και ασθενείς.
Για να κατανοήσετε το πώς οι ασθενείς παίζουν το ρόλο τους, φανταστείτε ένα σενάριο στο οποίο κάποιος έχει χάσει τις αισθήσεις του και έχει εισαχθεί σε ένα δωμάτιο έκτακτης ανάγκης. Όπως συμβαίνει συχνά, κανείς μας δεν έχει κάνει ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης και βρίσκεται σοκαρισμένος και φοβισμένος μπροστά στη νέα αυτή συνθήκη. Τα δε μέλη της οικογένειας βρίσκονται παγιδευμένα σε ένα λαβύρινθο επιλογών. Είναι συγκλονισμένοι. Όταν οι γιατροί ρωτήσουν αν θέλουν “τα πάντα”, θα απαντήσουν, ναι. Και ο εφιάλτης αρχίζει. Μερικές φορές, για την οικογένεια σημαίνει πραγματικά να “κάνουν τα πάντα”, αλλά συχνά το μόνο που σημαίνει είναι «να κάνουν ό, τι είναι λογικό». Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούν να γνωρίζουν τι είναι λογικό, ούτε στη σύγχυση, ούτε στη θλίψη τους. Από την πλευρά τους, οι γιατροί για να κάνουν “τα πάντα”, θα το κάνουν σίγουρα, αν αυτό είναι λογικό.
Το παραπάνω σενάριο είναι κοινό στην ιατρική πρακτική. Το πρόβλημα τροφοδοτείται με μη ρεαλιστικές προσδοκίες για το τι οι ειδικοί μπορούν να ολοκληρώσουν. Ελλιπής γνώση και λανθασμένες προσδοκίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε ντόμινο κακών αποφάσεων.
Αλλά φυσικά δεν είναι μόνο οι ασθενείς που ζουν το δράμα τους. Οι ειδικοί παίζουν το δικό τους καταλυτικό ρόλο. Το πρόβλημα είναι ότι χρειάζεται να κατανοήσουν τις βαθύτατες επιθυμίες των ασθενών τους, των συγγενών τους και της οικογένειας. Φέρτε στο μυαλό σας για άλλη μια φορά, το δωμάτιο έκτακτης ανάγκης με όσους θρηνούν, ενδεχομένως βουβά, τα μέλη της οικογένειας. Δεν γνωρίζουν τον ειδικό. Για την εδραίωση της εμπιστοσύνης των εξυπηρετούμενων κάτω από αυτές τις συνθήκες έχει γίνει λόγος σε προηγούμενα κείμενα. Οι συγγενείς έχουν δικαίωμα να σκεφτούν διάφορα για την κατάσταση, ειδικά αν ο ειδικός συμβουλεύει για κάτι περαιτέρω και ενάντια στις επιθυμίες τους.
Κι ενώ ορισμένοι ειδικοί έχουν ισχυρότερη ικανότητα επικοινωνίας από άλλους, και ορισμένοι πάλι είναι πιο ανένδοτοι, οι πιέσεις και οι κραδασμοί που όλοι αντιμετωπίζουμε είναι παρόμοιοι. «Όταν διαδραματίζονται συνθήκες που συνεπάγονται επιλογές στο τέλος του κύκλου ζωής τους, υιοθετώ την προσέγγιση των επιλογών που νιώθω ότι είναι λογικές – όπως θα ήθελα σε κάθε περίπτωση και για μένα. Όταν οι ασθενείς ή οι οικογένειές τους συντηρούν παράλογες επιλογές, χρειάζεται να βρεθεί εκ νέου γέφυρα επικοινωνίας σε απλή γλώσσα που να απεικονίζει την πραγματική κατάσταση. Αν και πάλι δεν μπορεί να βρεθεί λύση, επιλέγω να αποχωρήσω από το τοπίο και να τους παραπέμψω σε άλλο συνάδελφο γιατρό ή νοσοκομείο» αναφέρει γιατρός στη δική του περίπτωση.
Και συνεχίζει: «Γνωρίζω ότι ορισμένες από αυτές τις μεταφορές εξακολουθούν να με στοιχειώνουν. Ένας από τους ασθενείς από τους οποίους ήμουν πιο τρυφερός, ήταν μία δικηγόρος από διάσημη πολιτική οικογένεια. Είχε διαβήτη, και, σε ένα σημείο, ανέπτυξε μια επώδυνη πληγή στο πόδι της. Γνωρίζοντας τους κινδύνους των νοσοκομείων, έκανα ό,τι μπορούσα για να την κρατήσω μακριά από την χειρουργική επέμβαση. Ζήτησα βοήθεια ακόμη και από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, με τους οποίους δεν είχα καμία σχέση. Μη μπορώντας να αποφύγω το μοιραίο για εκείνη, όπως έκανα, αποφάσισα να προχωρήσω σε χειρουργείο και στα δύο πόδια. Αυτό δεν αποκατέστησε την κυκλοφορία, και οι χειρουργικές πληγές της δεν επουλώθηκαν. Έπαθε γάγγραινα, και υπόμεινε διμερείς ακρωτηριασμούς ποδιών. Δύο εβδομάδες αργότερα, στο διάσημο ιατρικό κέντρο στο οποίο όλα αυτά είχαν συμβεί, η ίδια επέλεξε να αυτοκτονήσει…».
Οι ειδικοί εξακολουθούν να μάχονται για την υπερ-θεραπεία μας, παρόλο που βλέπουν τις συνέπειες αυτής συνεχώς. Σχεδόν ο καθένας μας μπορεί να βρει έναν τρόπο για να πεθάνει ειρηνικά στο σπίτι, και ο πόνος μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα από ποτέ. Η εν λόγω φροντίδα επικεντρώνεται στην περίπτωση ανιάτων ασθενειών ανθρώπων που επιλέγουν να φύγουν με άνεση και αξιοπρέπεια, και πιστεύεται πως επιδρά καλύτερα τις τελευταίες ημέρες. Περιέργως, μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που τοποθετούνται σε ανάλογης μορφής φροντίδα, συχνά ζουν περισσότερο από τους ανθρώπους με την ίδια νόσο, οι οποίοι αναζητούν ενεργά θεραπείες.
Θα κλείσω το κείμενο με τα λόγια του ίδιου του γιατρού που επέλεξε για εκείνον:
«Αν υπάρχει μια κατάσταση της τέχνης της φροντίδας στο τέλος του κύκλου ζωής τους, είναι η εξής:
Ο θάνατος με αξιοπρέπεια.
Όσο για μένα, ο γιατρός μου γνωρίζει τις επιλογές μου. Ήταν εύκολο να γίνουν, όπως είναι για τους περισσότερους γιατρούς. Δεν θα υπάρχουν ηρωισμοί, και θα πάω ήπια προς εκείνη τη στιγμή…»
ΥΓ. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη συναδέλφου που απεβίωσε προσφάτως παλεύοντας για χρόνια με τον καρκίνο.
Είναι όμως επίσης αφιερωμένο στην ανεξάντλητη δύναμη του αδερφού του που πάλεψε με αξιοπρέπεια στο πλευρό του μέχρι τέλους. Η σιωπηλή του κατάθεση βάσει πρότερης εμπειρίας του, το διάστημα του πόνου, έδωσε εκ νέου ορισμό σε λέξεις και συναισθήματα που στην καθημερινότητα θεωρούμε εκ παραδρομής, δεδομένα…
… και τον ευχαριστώ ολόψυχα γι’ αυτό το Μάθημα Ζωής.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
How Doctors Die
It’s Not Like the Rest of Us, But It Should Be how-doctors-die