Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος, Δικηγόρος
Στο βαγόνι η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Όλοι είχαν στραμμένα τα πρόσωπά τους στο πάτωμα. Ο ένας προσπαθούσε να αποφύγει το χνώτο του άλλου.
Εκείνο το πρωί κανένας δεν είχε πλύνει τα δόντια του. Δεν ήταν από τεμπελιά ή βιασύνη. Σε κάθε ντουλάπι μπάνιου, στα ποτηράκια τα ειδικά με τις τρυπούλες, οι οδοντόβουρτσες είχαν εξαφανιστεί. Δεν τις είχαν κλέψει. Ήταν αδύνατο να κατάφερε κανείς να μπει στα σπίτια ολόκληρης της πόλης μέσα σε ένα βράδυ. Μόνες τους είχαν φύγει.
Δε θα έπλεναν άλλα δόντια. Δε θα μάτωναν άλλα ούλα. Δε θα ‘ξύναν άλλες γλώσσες.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Είχε προηγηθεί η κρίση με τα άγρια χαρτιά υγείας, με τα αφρόλουτρα που δεν έκαναν αφρό και με τις τσατσάρες που ‘σπαγαν μόνες τους τα δόντια τους.
Αμέσως απαγορεύτηκαν τα δημόσια φιλιά στο στόμα. Αν έμπαινε ένα σκουπιδάκι στο μάτι σου δεν επιτρεπόταν να ζητήσεις από κάποιον να στο φυσήξει.
Τα κεριά στις τούρτες γενεθλίων για όσο καιρό θα κρατούσε αυτό θα σβήνονταν με σαλιωμένα δάχτυλα.
Τα σχολεία δε θα λειτουργούσαν πάνω από τρεις ώρες, και τα μαθήματα γίνονταν υποχρεωτικά μ’ ανοιχτά παράθυρα.
Γρήγορα βρήκαν καινούριους ρυθμούς. Οι περισσότεροι συνήθισαν εύκολα. Αρκετοί το βρήκαν θαυμάσια ευκαιρία ν’ απαλλαγούν από μια κουραστική υποχρέωση. Το μόνο που τους ξένισε όλους ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας γλυκών και κατανάλωσης ζάχαρης.
Με τις μέρες στα βαγόνια τα πρόσωπα δεν κοιτούσαν προς τα κάτω πια. Με τι μέρες συναντούσες όλο και λιγότερα χαμόγελα.