Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


Δεν θα ισχυριστώ ότι η Ελλάδα είναι η χώρα των επαγγελματικών ευκαιριών και της φουσκωμένης τσέπης. Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει ότι τα πτυχία σου θα στολίσουν τους τοίχους του σαλονιού και τα νεύρα σου θα δοκιμαστούν τόσες φορές, που ακόμη και εσύ ο ίδιος θ’ απορήσεις με την αντοχή σου .

Και έπειτα, πολλοί θα σε προτρέψουν να στοιβάξεις ρούχα και πτυχία σε μια βαλίτσα και να πηδήξεις από το καράβι, προτού αυτό βουλιάξει. Το εξωτερικό φαντάζει μια κάποια λύση σ’ έναν τόπο ευλογημένο από τους θεούς και καταραμένο από τη διαφθορά του. Πιθανόν, λοιπόν, να τους ακούσεις και, ενδεχομένως ,να επιλέξεις την πτήση της εργασιακής αποκατάστασης και της οικονομικής προοπτικής.

Εκεί, μακριά, θ’ ανακαλύψεις έκπληκτος ότι οι άνθρωποι μπορούν, πράγματι, να πληρώνονται για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και ότι τα ατέλειωτα χρόνια σπουδών καταλήγουν σε κάτι περισσότερο από διακοσμητικές πινελιές του πατρικού σπιτιού.

Και πια, σε διακρίνω κάπου, ανάμεσα στο πλήθος. Νέος και φιλόδοξος, δε γνωρίζεις σύνορα και κυνηγάς το αστραφτερό πεπρωμένο. Ωστόσο, να, μια περίεργη μοναξιά κρύβει το εξωτερικό. Εσύ, μακριά από γεύσεις γνώριμες, φιλίες δοκιμασμένες, αγκαλιές οικογενειακές και αναμνήσεις φωτεινές.

Τα χρόνια κυλούν, ο τραπεζικός λογαριασμός αναβαθμίζεται και η λογική υπαγορεύει να εγκαταλείψεις τώρα το δισάκι του τυχοδιώκτη και να προβάρεις το κοστούμι του περαστικού που βαφτίστηκε μόνιμος, σε ωκεανούς ξένους. Δυσκολεύεσαι ν’ άποφασίσεις μα, ένα βράδυ τολμάς και δραπετεύεις από το χρυσό κλουβί σου. Επιστρέφεις λοιπόν. Κόντρα στο ζύγι του ορθολογισμού, κόντρα σε όσους χαρακτηρίζουν την επιλογή σου παράλογη. Ζόρικο να αποχαιρετάς τη σταθερότητα για την αμφιβολία, δεν θα διαφωνήσω. Και η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης σε υποδέχεται. Συνεντεύξεις, χαμηλοί μισθοί, ένας αγώνας επιβίωσης.

Ωστόσο, έρχονται και εκείνα τα βράδια που περπατάς στους δρόμους μιας πόλης μεθυστικά γοητευτικής, στα μονοπάτια μιας χώρας που λάμπει παρά τις σκιές. Και τότε ξέρεις. Ελλάδα είναι εκείνες οι μικρές καφετέριες στα κρυμμένα σοκάκια, τα μεσημέρια με σαλάτα χωριάτικη και ήλιο εκτυφλωτικό, τα απογεύματα μπροστά στο τζάκι και οι νύχτες με το εκλεκτό κρασί και τις τρυφερές συντροφιές.

Ελλάδα είναι οι άνθρωποι που στέκονται στην άκρη του γκρεμού μα δεν πέφτουν, που βρίσκουν αιωνίως έναν λόγο για να χτυπήσουν το κουδούνι του φίλου και να βρίσουν τον έρωτα που τους πρόδωσε, το αφεντικό που άφησε απλήρωτες τις υπερωρίες, τον οδηγό που πάρκαρε ακριβώς έξω από το σπίτι τους. Και αφού παραπονεθούν, ανοίγουν τέρμα τη μουσική και χορεύουν, ξορκίζουν τη θνητή φύση με την αθάνατη ψυχή, παλεύουν, ονειρεύονται.

Και αν τα όνειρα κονταροχτυπιούνται με το αδιέξοδο, και αν η μόρφωση τρέχει πίσω από την αναξιοκρατία, υπάρχει και μια θάλασσα τόσο πλατιά και ξελογιάστρα… Την κοιτάς. Στα κύματά της καθρεφτίζονται πρόσωπα αγαπημένα, ο παππούς και η γιαγιά που τρώνε καρπούζι στο μπαλκόνι της αθωότητας, οι γονείς που ξαγρυπνούν στις βόλτες της εφηβείας, οι φίλοι που ανοίγουν διάπλατα τις αγκαλιές στο αεροδρόμιο της επιστροφής.

Ο Νίκος Καζαντζάκης παρατήρησε κάποτε το “πως αλλάζει ανάλογα με το κλίμα, της σιωπή, τη μοναξιά ή τη συντροφιά η ψυχή του ανθρώπου”. Και δεν το μετανιώνεις. Τώρα κατάλαβες ότι, για εσένα τουλάχιστον, η ευτυχία κρύβεται στο βαγόνι του δικού σου τρένου, με συνεπιβάτες όσους αγάπησες. Και όπου βγει…