Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Και τα Χριστούγεννα έφτασαν και πάλι… Πιστά στο ραντεβού τους σε έναν κόσμο που αλλάζει και μας τρομάζει. Ντύνουν την πόλη στα γιορτινά της και αγωνιούν να μας πείσουν ότι η ανθρωπιά κατοικεί ακόμη στα χιονισμένα τοπία των πιο παραμυθένιων αναμνήσεων. Και είναι ακριβώς αυτή η εποχή του χρόνου που σκέφτεσαι ό,τι έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει, εκείνους που αγάπησες μα κάπου στην πορεία χαθήκατε, τα πάθη που σε έκαψαν με την αλήθεια τους, τα δώρα που δεν πρόλαβες να ξετυλίξεις…
Και ο Άγιος Βασίλης, επιβιβασμένος στο έλκηθρο, γυρεύει το δικό σου σπίτι. Και εσύ κλειδώνεις πεισματικά την πόρτα. Φοβάσαι, εξάλλου, ότι το τραπέζι δεν είναι καλοστρωμένο, τα ρούχα σου δεν υπογράφουν συμβόλαιο συνεργασίας με τις τελευταίες τάσεις της μόδας, το έλατο μοιάζει μαραμένο. Μα, το σπουδαιότερο, τρέμεις μήπως η πιο γλυκειά φιγούρα των παιδικών χρόνων σταθεί θαρραλέα μπροστά σου, σε κοιτάξει βαθιά στα μάτια και καταλάβει…
Εσύ, απογυμνωμένος από την κούφια ματαιοδοξία της επαγγελματικής αναρρίχησης, από τη στιγμιαία ευφορία του κόκκινου κρασιού, από τα επιτηδευμένα χαμόγελα των ανούσιων κοινωνικών συναναστροφών και τις ψυχρές αγκαλιές ενός κυνισμού που βιάστηκες να βαφτίσεις υγιή ρεαλισμό.
Μόνος, χωρίς την αστραφτερή σου πανοπλία, κοιτάς έξω από το παράθυρο το σκηνικό του παραλογισμού και αναρωτιέσαι γιατί τα δώρα δεν μοιράζονται σε όλους, γιατί τα όνειρα θυσιάζονται στο βωμό των συμφερόντων και γιατί η αγάπη αδυνατεί να μας σώσει από τον κακό μας εαυτό.
Και ο Άγιος Βασίλης συνεχίζει να σε αναζητά σε κάθε γωνιά του γνωστού κόσμου. ‘Άφηνε μια πόρτα ανοιχτή’, τον ακους να σου ψιθυρίζει. Και πια, αντικριστά σου, στην κόκκινη πολυθρόνα της γλυκόπικρης νοσταλγίας, σου χαμογελά με τρυφερότητα και κατανόηση.
‘Τι έχεις;”, ρωτάει.
“Μεγαλώνω”, του απαντάς. “Μεγαλώνω και χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους. Μεγαλώνω και σκέφτομαι όσους πια κατοικούν στους ουρανούς, αυτούς που πλήγωσα και τους άλλους που με πρόδωσαν. Μεγαλώνω και φοβάμαι ότι ο χρόνος φεύγει και οι στιγμές χάνονται.”
Και ο σοφός γέρος με την άσπρη γενειάδα, σε πλησιάζει, σου σκουπίζει τα δάκρυα, σε πιάνει από το χέρι και σε οδηγεί στο γιορτινό τραπέζι περασμένων εποχών.
“Κάτσε”.
“Κάθομαι”.
“Κλείσε τα μάτια και πες μου τι βλέπεις”.
“Τον παππού και τη γιαγιά να γεμίζουν συνεχώς το πιάτο μου με φαγητό. Τους φίλους να σκορπίζουν δώρα και πειράγματα. Το τζάκι να με ζεσταίνει με τη φωτιά του.”
“Οι στιγμές δεν χάνονται, να θυμάσαι. Μεταμορφώνονται σε πουλιά και πετούν στον ουρανό των ονείρων μας. Εκείνοι που έφυγαν κρατούν αιωνίως τη θέση τους στο γιορτινό τραπέζι και οι φίλοι που αγαπήσαμε, ξεκλέβουν πάντα λίγο χρόνο για εμάς. Και έπειτα, κοιτάς έξω από το παράθυρο και διακρίνεις τόση φτώχεια και δυστυχία. Ωστόσο κάπου συμβιβάστηκες, σωστά; Άλλαξε τον κόσμο ετούτο και άναψε ξανά τη φωτιά της ελπίδας”.
Ο Άγιος Βασίλης ξεμάκραινει τώρα μα σου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι, σα να σου υπενθυμίζει ότι η μαγεία κρύβεται στη γωνιά της ψυχής που αρνείται να γεράσει, στο παιδί μέσα μας που ξεγυμνώνει το δέντρο του κυνισμού από τα ψεύτικα στολίδια της μουντής ενηλικίωσης. Ο φόβος , σκυφτός και νικημένος, δραπετεύει πια από την καμινάδα και εσύ ξετρυπώνεις από την αποθήκη της αθωότητας τα πολύχρωμα σερβίτσια της χαράς.