Συντάκτριες: Ευγενία Αλεξοπούλου
Θεατρολόγος
Πολυκρέτη Μαρία
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χασαπλαδάκης
Κείμενο: Ευγενία Αλεξοπούλου
Θεατρολόγος
To ΜΙRfestival αποτελεί ένα άκρως ενδιαφέρον καλλιτεχνικό γεγονός για το αθηναϊκό κοινό και ένα πρόσφορο έδαφος διαλόγου και παρατήρησης ιδίως για τους λάτρες του πειραματισμού πάνω στις παραστατικές τέχνες. Πραγματοποιείται εδώ και οκτώ χρόνια σε ποικίλα θέατρα, πολυχώρους, σπίτια, σχολεία, γκαλερί, κάνοντας μια προσπάθεια ένωσης ομάδων από το εξωτερικό και της εγχώριας ελληνικής παραγωγής. To όνομα του το δανείζεται από τον Σοβιετικό διαστημικό σταθμό ΜΙR όπου στα ρωσικά σημαίνει πόλεμος και ειρήνη, αποτελώντας έναν προσωρινό «σταθμό» για τις ομάδες, οι οποίες μετέπειτα συνεχίζουν το ταξίδι τους στον χρόνο. Στην προσπάθεια μας να κρατήσουμε με κάποιο τρόπο το εφήμερο του θεάτρου, προβήκαμε, στις επόμενες αράδες που ακολουθούν, σε μια κριτική ανάλυση των παραστάσεων που έλαβαν χώρα στο φετινό φεστιβάλ.
GUERILLA
El Conde de Torrefiel (ES)
H Ισπανική ομάδα El Conde de Torrefiel (ES) παρουσίασε στα πλαίσια του MIRfestival την θεατρική παράσταση “Guerilla’’. Μία μαύρη κωμωδία που σχολιάζει τον εσωτερικό πόλεμο που βιώνουμε και τις αλλαγές που γίνονται στην Ευρώπη ερήμην μας. Για μία Ευρώπη που αλλάζει για εμάς χωρίς εμάς, η παράσταση τοποθετεί επί σκηνής παθητικούς δέκτες, όπως είναι για παράδειγμα το κοινό μιας διάλεξης, για να ενώσει τον πομπό με τον δέκτη, θέτοντας ερωτήματα για το ποίοι είμαστε, από που ερχόμαστε και που οδεύουμε. To όνομα της παράστασης σημαίνει «κλεφτοπόλεμος», ένας κρυφός πόλεμος που βρίσκεται μέσα μας και γύρω μας σε μια Ευρώπη όπου όλα φαίνονται να λειτουργούν σε αρμονικά και ειρηνικά πλαίσια. Είναι όμως έτσι?
H “Guerilla” είναι χωρισμένη σε τρείς σκηνές, οι οποίες ανάγονται σε εικόνες παρμένες από την καθημερινή ζωή πολιτών της Δυτικής κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, οι τρείς εικόνες αποτελούνται από μία διάλεξη, ένα μάθημα Τai Chi και ένα rave party. Oι performers που συμμετέχουν διαφέρουν από μέρος σε μέρος καθώς η ομάδα αναζητεί, ανάλογα με την πόλη που επισκέπτεται και καινούργια πρόσωπα για να πλαισιώσουν την παράσταση. Με πρωταγωνιστή τον γραπτό λόγο, οι Ισπανοί δημιουργοί συνθέτουν κάθε φορά διαφορετικές ιστορίες στο κείμενο που επεξεργάζονται, ιστορίες που αναφέρονται στο παρελθόν των συμμετεχόντων, φέρνοντας το εκάστοτε κοινό πιο κοντά στο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Τοποθετούν επί σκηνής ένα κοινό που μετέχει σε όλες τις προαναφερθείσες δράσεις, το οποίο παρακολουθείτε από ένα άλλο κοινό, εκείνο της πλατείας του θεάτρου.
Στην πρώτη σκηνή της παράστασης εμφανίζεται ένα κείμενο που μας μεταφέρει χρονικά στο 2023, και σ’ έναν υποθετικό τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Έπειτα, ο χρόνος αλλάζει και βρισκόμαστε στο 2019 και σε μία διάλεξη για το θέατρο. Παρακολουθούμε να εμφανίζονται σιγά- σιγά επί σκηνής οι performers που θα μετέχουν στην διάλεξη του Ρόμεο Καστελλούτσι, με θέμα την εφήμερη τέχνη του Θεάτρου, καθώς και τις διαφορές ανάμεσα στο Θέατρο και την performance. Είναι η μοναδική φορά σε όλη την διάρκεια της παράστασης που ακούγεται ο λόγος, η ηχογραφημένη διάλεξη. Πίσω από το κοινό της διάλεξης εμφανίζεται ένα κείμενο που αναφέρεται με περιπαιχτικό τρόπο στο παρελθόν τεσσάρων προσώπων, όπως π.χ. : «Η Ν. με τα κίτρινα ρούχα που κάθεται στην πρώτη σειρά έκανε το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι […] θυμάται την ιστορία του παππού της για το πως δραπέτευσε ο ίδιος από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης». Οι ιστορίες παρουσιάζουν το παρελθόν τεσσάρων προσώπων, τοποθετώντας το κοινό σ’ έναν αναστοχασμό για τις ρίζες του, από που προέρχεται, ποιο είναι το παρελθόν του, που βρίσκεται τώρα και που θα βρίσκεται μελλοντικά. Η ομάδα παίζει με τους χρόνους, ξεκινώντας με μέλλοντα χρόνο κι έναν υποθετικό τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, περνάει στο δικό της παρόν με την διάλεξη του Ρόμεο Καστελλούτσι και στην συνέχεια μεταβαίνει στο παρελθόν με τις προσωπικές ιστορίες του κοινού της διάλεξης. Το κοινό ακροβατεί ανάμεσα σε παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα χρόνο καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης.
Φωτογραφία: Αργυρώ Γαλάνη
Στην δεύτερη εικόνα, το κείμενο της αφήγησης μάς προδιαθέτει για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, αναφέρεται στην δασκάλα του Tai Chi, η οποία έχει αργήσει να ξεκινήσει το μάθημα της. Καθώς εισέρχονται οι μαθητές στη σκηνή, η μουσική αλλάζει, περνάμε σε μια πιο ήπια και γλυκιά μελωδία για ένα τέταρτο περίπου. Όλοι οι μαθητές έχουν στραμμένο το βλέμμα τους προς την δασκάλα του Τai Chi, η οποία κοιτάζει το κοινό. Ακολουθούν συγχρονισμένες και απαλές κινήσεις, δημιουργώντας μια ήρεμη ατμόσφαιρά, η οποία διακόπτεται από την είσοδο ηχείων που τοποθετούνται σε όλες τις γωνιές της σκηνής για να ξεκινήσει το rave party! Κόσμος αρχίζει να εισέρχεται χορεύοντας και να ενώνεται με τους μαθητές οι οποίοι σιγά σιγά αποχωρούν.
Στην Τρίτη σκηνή, παρακολουθούμε τους performers να χορεύουν έντονα τους ρυθμούς της ηλεκτρονικής μουσικής , ενώ το κείμενο της αφήγησης αναφέρεται στις ανησυχίες και στον πόλεμο. Η ξέφρενη ατμόσφαιρα του πάρτυ βρίσκεται σε αντίθεση με το κείμενο, το οποίο έρχεται να υπογραμμίσει τις ανησυχίες που ενυπάρχουν στις σκέψεις των ανθρώπων. Μιλάει για την ανία και την βαρεμάρα, καταστάσεις που θεωρούνται μη αποδεκτές από την γρήγορη πραγματικότητα της Ευρώπης του καπιταλισμού, κι όπως αναφέρει το ίδιο το κείμενο: «η ανία δεν πουλάει». Πρέπει συνεχώς να μπουκώνουμε τον χρόνο μας, ξεχνώντας τον ίδιο μας τον εαυτό, παραβλέποντας την ανάγκη του στοχασμού.
Έχοντας παρουσιάσει την“Guerilla’’ σε πέντε χώρες και από σαράντα φορές, η Αθήνα αποτελούσε για την ομάδα τον τελευταίο σταθμό της Ευρωπαϊκής τους περιοδείας. Ψάχνοντας να βρει νέες γλώσσες πάνω στις σύγχρονες παραστατικές τέχνες ενώνει την τεχνολογία με το θέατρο και χειρίζεται το σώμα των performer ως διακείμενο «το οποίο αντιμετωπίζεται ως μέρος μιας εξελικτικής ιστορίας, της δικής του ιστορίας, πως το σώμα έχει ερμηνευτεί και αναπαρασταθεί σε διαφορετικές εποχές, πως έζησε και πως εκπαιδεύτηκε μέσα σε (αν)ομοιoγενείς πολιτισμούς[1]».
[1] Σάββας Πατσαλίδης, Από την Αναπαράσταση στην παράσταση, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα , 2004, σελ. 193.
Κείμενο: Μαρία Πολυκρέτη
Ψυχολόγος
ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ
Χορογράφος: Παναγιώτα Καλλιμάνη
Μαθητές οχτώ έως δεκατεσσάρων ετών κατασκευάζουν μαζί την παγωμένη εικόνα της συστοιχίας, της ομοιογένειας και της πειθαρχίας μέσα σε ένα βουητό απροσδιοριστίας. Ο χαμηλός φωτισμός συντονίζει τα βλέμματα των όρθιων θεατών, στην κατειλημμένη ρευστότητα από την αγνότητα της παιδικής κίνησης. Τα σχολικά θρανία είναι ο προσωπικός χώρος του κάθε παιδιού σε αυτή την περφόρμανς. Μέσα στο βουητό της απροσδιοριστίας που υποδηλώνεται με την συγκεχυμένη ηχητική υπόκρουση, η τάξη του σώματος, η ομοιογένεια της ενδυμασίας και η μίμηση των κινήσεων που διατηρούν την σιωπή της σύγχρονης κοινωνίας απεικονίζεται απλά, μέσα από την παγωμένη εικόνα των παιδιών. Η αργή ροή των σωματικών κινήσεων, η σιωπή τους και η απροσφορότητα των προσώπων τους διακινούν τον θεατή να αναζητήσει την αντίσταση σε αυτή τη στασιμότητα.
Η παράσταση διήρκεσε 25 λεπτά, μέσα στα οποία σαν θεατής μπορούσε κάποιος να αισθανθεί πώς ο χρόνος μπορεί να απλωθεί, πώς μπορεί να απορροφήσει κάθε βεβιασμένη σκέψη και να την μετουσιώσει σε βίωμα, σε αίσθηση, σε αποδόμηση και τελικά στην ανάγκη για την ανατροπή της ματαιότητας.
Η παγωμένη εικόνα που τόσο περίτεχνα απορροφάει και γειώνει τον θεατή που στέκεται όρθιος μπροστά της, ανατρέπεται όταν η βουή των ήχων αρχίζει να αποκτά ταυτότητα. Η ακαθόριστη μάζα ήχων τώρα γίνεται ένα μουσικό κομμάτι που με την τονικότητα του συντονίζονται τα σώματα των μέχρι τότε παγωμένων κινήσεων. Τότε το σώμα αποκτάει φωνή, βρίσκει το ρυθμό του στους χτύπους της μουσικής, το βουητό αποκτάει ταυτότητα και τα παιδιά ορθώνουν το ανάστημα τους, ταυτόχρονα κινούνται, χτυπιούνται, χορεύουν με το τέμπο της δικής τους μουσικής. «Τώρα!», φωνάζει το κορίτσι και όλα σταματούν να κινούνται, μένουν αγαλματάκια ακούνητα. Εκτός από ένα, που συνεχίζει να «χτυπιέται» ανάμεσα στην παγωμένη εικόνα. Τότε, σαν να διατήρησε για χάρη των υπολοίπων τούτο το ρυθμό, ξεκινούν όλα ξανά τις αυθόρμητες και απρόβλεπτες κινήσεις. «Τώρα!» ξαναφωνάζει ένα αγόρι στα αριστερά. Σταματούν ξανά, απότομα, αγκυλωμένα στην παύση. Μόνο ένα συνεχίζει να χορεύει με ζωντάνια και διαχυτικότητα ανάμεσα τους. Η ένταση της μουσικής ανεβαίνει και το παιδί σκαρφαλώνει στην καρέκλα του να χορέψει πιο ψηλά από τα παγωμένα σώματα, πιο ψηλά από την παγωμένη εικόνα.
Η Παναγιώτα Καλλιμάνη μας αφοπλίζει με την απλότητα της χορογραφίας και ταυτόχρονα με την συμβολική αναπαράσταση που ενδημεί στα μοτίβα των κινήσεων, των εκφράσεων του προσώπου, των ήχων και της σχολικής αίθουσας όπου αυτά αλληλεπιδρούν. Τα σώματα των παιδιών δηλώνονται φαινομενικά ως έρμαια της συνήθειας, της έλλειψης ταυτότητας και της ομοιόστασης. Παρόλο που ο χρόνος διάρκειας της περφορμανς είναι μόλις 25 λεπτά, ο θεατής προλαβαίνει να αισθανθεί μέρος αυτής της στασιμότητας και πως η φαινομενικά ομοιογενής εικόνα χρήζει αλλαγής και ανατροπής. Όταν δε φτάνει η στιγμή της αποσυμπίεσης, του αποσυντονισμού και της αυθόρμητης κίνησης, η κρυμμένη παιδικότητα έρχεται να αφυπνίσει αυτό που η ματαιοδοξία του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι καταστέλλει. Την απελευθέρωση του σώματος, της προσωπικής ακτίνας δράσης και της αυτοπραγμάτωσης. Επρόκειτο για ένα έργο – δώρο από τα παιδιά προς τους μεγάλους.
Κείμενο: Ευγενία Αλεξοπούλου
Θεατρολόγος
MOVING PARTS
Ίρις Καραγιάν
O σκηνικός χώρος του χορευτικού σόλο, Μoving Parts, με την σκηνοθετική επιμέλεια της Ίρις Καραγιάν, έλαβε χώρα την περασμένη βδομάδα στο studio Griffon. Το περιεχόμενο, όπως προκύπτει και από τον τίτλο, μας παραπέμπει στην «μετακίνηση κομματιών». Πρόκειται για την ηχητική εγκατάσταση μιας συσκευής , η οποία για να τεθεί σε λειτουργία χρειάζεται την λεπτομερή τοποθέτηση της. Η περφόρμερ που εκτελεί το σόλο πραγματοποιεί μια σειρά από σχηματοποιημένες κινήσεις που συνθέτουν πολύ προσεκτικά την καινούργια της συσκευή. Από τα ηχεία ακούγεται το κείμενο της αφήγησης, το οποίο δίνει τις οδηγίες χρήσης στην περφόρμερ. Ο θεατής καλείται να ανασυνθέσει τον λόγο, τον ήχο και την ερμηνεύτρια, τα οποία δρουν ανεξάρτητα και συμπληρωματικά στο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Στην σκηνή ακούμε τις οδηγίες χρήσης που έρχονται σε αντίθεση με την περφόρμερ, την οποία βλέπουμε και αισθανόμαστε. Οι οδηγίες μας παραπέμπουν σε κανόνες που ενυπάρχουν στην ζωή μας, οι οποίες δρουν σαν ένα υπέρ – κείμενο που καλούμαστε κάθε φορά να ερμηνεύσουμε.
Αρχικά παρακολουθούμε ένα χορευτικό σόλο με απαλές κινήσεις μέσα σε μια μισοσκότεινη αίθουσα, η οποία φωτίζεται από το τεχνικό φως των αυτοκινήτων και των απέναντι πολυκατοικιών. Κι όπως- πολύ περιπαιχτικά- το έθεσε η σκηνοθέτις της παράστασης, Ίρις Καραγιάν, η «εισβολή» του δημόσιου μπορεί να αποτελέσει κι ένα διέξοδο για όποιον βαρεθεί να κοιτάζει την παράσταση.
O χώρος αποτελούνταν από μια αίθουσα με ξύλινο πάτωμα, η οποία με την τεράστια τζαμαρία που διέθετε, δημιούργησε έναν διάλογο με την περιοχή της Πανόρμου. Ο δημόσιος χώρος γίνεται συνδημιουργός, με τα φώτα από τις απέναντι πολυκατοικίες και τα αυτοκίνητα να παίζουν ενεργό ρόλο στην παράσταση, καθώς και τους περαστικούς να εξυπηρετούν δραματουργικά το κείμενο. Για παράδειγμα, στην ηχογραφημένη αφήγηση ακούγονται από τις οδηγίες χρήσης να απομακρύνουμε τα μικρά παιδιά από την συσκευή, παράλληλα την ίδια στιγμή έξω στο δρόμο μια μητέρα περνάει με το παιδί της τρέχοντας. Χωρίς σκηνικά αντικείμενα, μόνο με το αόρατο μηχάνημα να είναι παρών, ο χρόνος της παράστασης μας παραπέμπει στο μέλλον και στην εγκατάσταση μιας συσκευής που δεν κατονομάζεται, ούτε μαθαίνουμε ποτέ σε τι εξυπηρετεί.
Κείμενο: Ευγενία Αλεξοπούλου
Θεατρολόγος
PERIODONERO
των Cosmeti
Η ιταλική ομάδα Cosmeti παρουσίασε στο θέατρο Τριανόν , στα πλαίσια του MIRfestival, την παράσταση Periodonero, ένα έργο που κινείται ανάμεσα στην σκηνική περφόρμανς και το animation. Ο τίτλος του σημαίνει «μαύρη εποχή» και συνδέεται άμεσα με το περιεχόμενο του, παρουσιάζοντας το μέσα από εικόνες και λέξεις. Η ιστορία του είναι μια σειρά από σχηματοποιημένες παραστάσεις που αποδίδονται μέσα από βιντεοπαιχνίδια, κινούμενα σχέδια και θέατρο σκιών παράλληλα με μία περφόρμερ – σκιά να προσπαθεί να βάλει σε τάξη τον κόσμο του animation. Η παράσταση μέσα από ασπρόμαυρες εικόνες δισδιάστατου και τρισδιάστατου κόσμου θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, την μαζοποίηση και την αποξένωσή που υπάρχει στην κοινωνία μας. To Periodonero είναι μία μαύρη κωμωδία που σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο την αδίστακτη και κυνική εποχή μας. Πρόκειται για έναν εποικοδομητικό διάλογο ανάμεσα στο θέατρο και το animation, με την επιτυχή ένωση των δύο τεχνών και την δημιουργία ενός υβριδίου.
Φωτογραφία: Tofani Simone
Τα σκηνικά τους αντικείμενα αποτελούνται από ένα λευκό πανί, έναν προτζέκτορα, ένα μπουκάλι με νερό, ένα πλακάτ, μία βαλίτσα, μια ντουζίνα σταυρούς, μπαλόνια, ένα στεφάνι, μία καρέκλα και καλώδια που ενεργοποιούν μια φωτεινή επιγραφή που γράφει Done. Όλα τα παραπάνω εξυπηρετούν την περφόρμερ να τα χρησιμοποιεί και να τα μεταφέρει ανάμεσα στους δύο κόσμους, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογίες για την προβολή του animation.
Η παράσταση ξεκινά μ’ ένα παλιό βιντεοπαιχνίδι που προβάλλεται πάνω σε μια τεράστια λευκή οθόνη, η οποία καλύπτει σχεδόν όλη την σκηνή του θεάτρου. Στην συνέχεια αυτή η οθόνη γίνεται το φόντο πάνω στο οποίο προβάλλονται μια αλληλουχία από μαύρες εικόνες μαζί με την περφόρμερ να μπαινοβγαίνει στους δύο κόσμους, θυμίζοντας ηρωίδα κόμικς. Στην αρχή παρακολουθούμε μία μαύρη ανθρώπινη σκιά να εκτελεί μια σειρά από βήματα. Έπειτα στην σκηνή εμφανίζεται η περφόρμερ, η οποία κοιτάζει την δισδιάστατη πραγματικότητα μέσα από την δική της. Στη συνέχεια, μεταφέρεται στο animation και ξεκινά να μιμείται την μαύρη φιγούρα, έπειτα προστίθενται κι άλλες, μέχρι που γίνονται δεκάδες. Κάποια στιγμή, η ηθοποιός σταματά και επιστρέφει στην τρισδιάστατη πραγματικότητα, πίνει νερό, ξεκουράζεται και κοιτάζει με αηδία τις φιγούρες, φτύνει προς το μέρoς τους και προσποιείται πως τους κατουράει με το μπουκάλι τοποθετώντας το μπροστά από τα γεννητικά της όργανα. Ξαφνικά, η εικόνα διαταράσσεται και διακόπτεται από πυροβολισμούς και όλες οι ανθρώπινες φιγούρες πέφτουν κάτω νεκρές, το animation γεμίζει με πτώματα τα οποία μετατρέπονται σε σταυρούς.Φωτογραφία: Tofani Simone
Στη συνέχεια ακολουθεί μια εικόνα από διαδήλωση, έπειτα δεκάδες άλλες φιγούρες περνούν μια πόρτα, κάποια στιγμή μία από τις φιγούρες πέφτει κάτω και οι υπόλοιπες απλά συνεχίζουν γρήγορα την πορεία τους πατώντας πάνω της. Αφού περάσει και η τελευταία, η ηθοποιός μπαίνει στo animation και χαϊδεύει στοργικά την σκιά. Έπειτα κρατάει ένα στεφάνι μέσα από το οποίο ξεπηδούν έντομα, ψάρια, φίδια και μία φάλαινα που ξεπλένει με το νερό της την εικόνα. Ακολουθούν κι άλλες ανάλογες εικόνες όπου μαζί με την μουσική δημιουργούν μια δυστοπική ατμόσφαιρα. Η δισδιάστατη πραγματικότητα βρίσκεται σε μια αέναη μεταμόρφωση όπου όλα καλύπτονται από το σκοτάδι και ξαναγεννιούνται.
Φωτογραφία: Tofani Simone
Κείμενο: Μαρία Πολυκρέτη
Ψυχολόγος
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ
Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου
«Μια ώρα δεν είναι απλά μια ώρα, είναι ένα δοχείο γεμάτο με ευωδιές, ήχους, σχέδια και ατμόσφαιρες»
Η Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου μας παρουσιάζει την περφόρμανς «το βλέμμα και το τέρας», όπου το σώμα και το πρόσωπο μας ταξιδεύουν μέσα από την συμβολική παρουσία και απουσία τους σε υπαρξιακά ερωτήματα και αναστοχασμούς, σχεδόν σύστοιχα με την σαρτρική αντίληψη του είναι και του υπάρχω.
Όσο και αν η φαινομενολογία της εικόνας, της σκηνής και του θεάτρου μας ταξιδεύουν από την υποκειμενική μας αντίληψη στη σφαίρα της αντικειμενικότητας, «το Βλέμμα και το Τέρας», μας συνοδεύει σε πιο ζοφερές δονήσεις, σχεδόν απόκοσμες, καθώς ένα σπίτι, ένα σώμα και η μετουσίωση ως ψυχοσωματική κάθειρξη, αποκαλύπτουν την σαγήνη των συμβολικών αλλαγών, άνευ ατομικής συνειδήσεως. Μήπως τελικά η πιο σταθερή συνθήκη «της ψυχής», είναι η αλλαγή; Τρεις καλλιτέχνες δραματοποιούν το ασυνείδητο, καλύπτοντας το πρόσωπο τους, και από την διαστρεβλωμένη ατομικότητα, βαίνουν στην παραμορφωμένη συλλογικότητα. Η κίνηση, ο χορός, η αναπαράσταση της αλλαγής με μοναδικό υλικό το χώρο και το σώμα, μας προσκαλούν να αφεθούμε στην ευαισθησία των αισθήσεων, των αναμνήσεων, της συνήθειας και της ασυνειδησίας. Το απρόσωπο, μάχεται το πολύ προσωπικό, μέσα από ένα σώμα που συμπλέκεται με την τροπή των πραγμάτων, με τις λεπτές ιδιότητες της καθημερινότητας που μας γεμίζουν εμπειρίες, ερεθίσματα, πληροφορίες. Μία σχεδόν προυστιανή περφόρμανς, επηρεασμένη από τον Λόγο (Discourse) της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και κυρίως των υπαρξιστών. Θυμίζοντας το σαρτρικό «το είναι και το μηδέν», την κομβική διαμάχη του γνωρίζω και του υπάρχω (cogito, ego sum), η δυναμική αναπαράσταση, ανατρέχει στο παρόν σώμα, στο απόν πρόσωπο και στην κίνηση που ηγείται του χορού και της ύπαρξης. Άλλοτε σαν την φροϋδική άμορφη μάζα και άλλοτε σαν μία μετακοσμική και διακεκριμένη φιγούρα, το σώμα αισθάνεται, μεταμορφώνεται, διακρίνεται και τελικά υπάρχει, ως μία ανασκόπηση της στιγμής που διατρέχει τον κίνδυνο να απορροφηθεί στην χρονικότητα των πραγμάτων ερρήμην του απόντος προσώπου.
Κείμενο: Ευγενία Αλεξοπούλου
Θεατρολόγος
THE ART OF A CULTURE OF HOPE
J & J: Jessica Huber & James Leadbitter (aka The vacuum cleaner)
H Jessica Huber και ο James Leadbitter (aka The vacuum cleaner) παρουσίασαν την τελευταία παράσταση του ΜIRfestival με τίτλο The art of a culture of hope. H δουλειά τους βασίζεται πάνω στην έρευνα του φόβου που προκαλεί το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι του Δυτικού κόσμου στον άνθρωπο. Μέσα από συζητήσεις, εργαστήρια και performances, οι Ελβετοί καλλιτέχνες θέτουν τους προβληματισμούς τους πάνω στην πολιτική που ασκεί η Ευρώπη, με τις μεταναστεύσεις, την οικονομική αστάθεια, τον πόλεμο στους Αραβικούς κόσμους, την ανθρωπιστική κρίση κ.α., καταστάσεις που δεν μας επιτρέπουν να σκεφτόμαστε το μέλλον θετικά παρά μόνο με φόβο.
Το συγκεκριμένο πρότζεκτ ταξιδεύει από πόλη σε πόλη, με την Αθήνα να αποτελεί τον δεύτερο σταθμό, και περιλαμβάνει δύο δραστηριότητες που αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη ονομάζεται Χώρος για την ελπίδα και είναι ένα community project που απαρτίζεται από συζητήσεις και εργαστήρια, μαζί με τους πολίτες της εκάστοτε πόλης που επισκέπτονται. Μέσα από την συζήτηση με φόντο την τέχνη καλούν performers που ζουν και δημιουργούν στην Αθήνα, με στόχο να σκεφτούν πως μπορούν να αντιμετωπίσουν τον φόβο που δέχονται καθημερινά, για να δημιουργήσουν έναν χώρο όπου θα ανθίσει η ελπίδα. Η δεύτερη δραστηριότητα, με τίτλο Τρυφερές προσκλήσεις της ελπίδας και του φόβου αποτελεί μια σειρά από performances που απαντάνε με τον δικό τους μοναδικό τρόπο στην «πρόσκληση». Οι J & J προσπαθούν μέσα από αυτό το πρότζεκτ να συλλέξουν πληροφορίες για να δημιουργήσουν ένα άρθρο για το Ευρωπαϊκό σύνταγμα που θα προστατεύει τους ανθρώπους από τον φόβο και θα διασφαλίζει το δικαίωμα τους στην ελπίδα. Στην Ελβετία εφαρμόζεται ένα σύστημα που είναι πολύ κοντά στην άμεση δημοκρατία, στο οποίο αν υπογράψουν 100.000 πολίτες ένα νέο άρθρο τότε εκείνο λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το κοινοβούλιο και προχωράει σε ψηφοφορία για να προστεθεί στο σύνταγμα.Φωτογραφία: Αργυρώ Γαλάνη
Ο χώρος που φιλοξένησε το προτζεκτ είναι η γκαλερί –ισμός που βρίσκεται στον Kεραμεικό. Οι καλλιτέχνες άνοιξαν το πρότζεκτ με ένα χάπενινγκ στον δημόσιο χώρο και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην γκαλερί. Από τις 11 μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από εργαστήρια και συζητήσεις στον -ισμό. Στον χώρο αυτόν με την βοήθεια του εικαστικού Βασίλη Γεροδήμου, οι θεατές καλούνταν να συνθέσουν μια εγκατάσταση που θα δώσει μορφή στις επιθυμίες τους. Πιο συγκεκριμένα , έχοντας στην διάθεση τους μαρκαδόρους, χρωμάτισαν δύο τετράγωνα, το ένα με θέμα τον φόβο και το άλλο με θέμα την ελπίδα και στην συνέχεια τα κόλλησαν στον τοίχο σαν κομμάτια παζλ.
Στην άλλη αίθουσα παρακολουθήσαμε την δεύτερη δραστηριότητα του προτζεκτ, με τίτλο Τρυφερές προσκλήσεις της ελπίδας και του φόβου, Το προτζεκτ υλοποιήθηκε από τους The vacuum cleaner, Jeremy Wade, Alina Dheere Babaletsos, Τζένης Αργυρίου, Άρτεμης Λαμπίρη, Ελπίδας Ορφανίδου, Κώστα Τσιούκα και Nikos & Luca. Οι vacuum cleaner παρουσίασαν μία νέα καινοτόμα ιδέα για το πως μπορούν οι ψυχιατρικές κλινικές μέσα από μια διαφορετική αρχιτεκτονική δομή να αποτελέσουν τους κατάλληλους χώρους για την ίαση των ασθενών. Παίρνοντας για παράδειγμα κλινικές ανά την Ευρώπη μας έδειξαν μέσω της εικόνας, μακέτες που δημιούργησε η ομάδα για αυτές τις «νέες» κλινικές.
Πηγές: http://picssr.com/photos/ts_photo/page11?nsid=64863684@N02