Μαρία Κακούρη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Βασίλης Μακρυδήμας
Είναι γνωστό ότι οι περισσότερες εξωδυαδικές σχέσεις μένουν κρυφές. Σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο προσβεβλημένος σύντροφος δεν επιθυμεί να μάθει ότι έχει απατηθεί (Charny & Parnass, 1995). Η ζήλεια, που είναι και μία από τις βασικότερες αιτίες της απιστίας, σχετίζεται συχνά με την καχυποψία. Πολλές φορές η ζήλεια ενισχύεται από τη φαντασία του καχύποπτου συντρόφου, ο οποίος τρέφει ψευδαισθήσεις για γεγονότα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ας δούμε, λοιπόν, επιγραμματικά τρεις πτυχές αυτής της πολυσχιδούς έννοιας.
Η ζήλεια θα μπορούσε αρχικά να ορισθεί ως η συναισθηματική απόκριση στην εμπλοκή ενός συντρόφου σε σχέσεις με άλλους. Αυτή είναι η λεγόμενη συναισθηματική, αντιδραστική ζήλεια. Κατανοούμε, επομένως, ότι σε αυτή την περίπτωση η άμεση επίγνωση του γεγονότος ότι έχει παραβιαστεί η συζυγική πίστη, είναι αυτή που προκαλεί την ανησυχία του συντρόφου (Buunk, 1997). Δε θα μπορούσαμε φυσικά, να κατακρίνουμε το άτομο για τη ζήλεια του, εφόσον είναι πλήρως δικαιολογημένη και προκύπτει από την παραπτωματική συμπεριφορά του συντρόφου. Υπό τους νόμους της φύσης, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση δράσης-αντίδρασης.
Μία άλλη μορφή ζήλειας είναι αυτή που χαρακτηρίζεται ως αγχώδης. Συναντάται επίσης, ως γνωστική ή νευρωτική ζήλεια και αφορά σε μια εσωτερικά κατευθυνόμενη ενέργεια. Προκύπτει, θα λέγαμε, όχι από τη συμπεριφορά του συντρόφου, αλλά από σκέψεις που μπορεί να κάνει ο καχύποπτος σύντροφος εξαιτίας άγχους που του προκαλούν αμφιβολίες. Το άτομο, με άλλα λόγια, δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του στις οποίες ο σύντροφός του φαίνεται να συνδέεται με κάποιο άλλο άτομο. Όλη αυτή η διαδικασία, όπως είναι φυσικό, καταλήγει σε συναισθηματική αναστάτωση, δεδομένου ότι οι αρνητικές σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό του ατόμου πλάθοντας μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο σύντροφος κατακλύζεται από ένα αίσθημα αβεβαιότητας δίχως να έχει λάβει κάποιο ερέθισμα ότι όντως τείνει να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο. Τα προβλήματα στη σχέση παραμονεύουν, καθώς οι σύντροφοι βιώνουν διαφορετικές πραγματικότητες. Συχνά μάλιστα, ο σύντροφος που κατηγορείται αισθάνεται αδικημένος, διότι δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του στη σχέση.
Η τελευταία μορφή είναι η προληπτική. Με άλλα λόγια, ο σύντροφος προκειμένου να μην απατηθεί προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει, να προλάβει την απιστία. Έτσι, καταλήγει να γίνεται φορτικός και ενοχλητικός. Προειδοποιεί διαρκώς τον σύντροφό του, υπενθυμίζοντας τις αρνητικές συνέπειες της μοιχείας. Βέβαια, βλέπουμε συχνά, ότι υπό το βάρος μιας τέτοιας συμπεριφοράς επέρχονται τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι οι δύο στις τρεις μορφές ζήλειας δεν αποτελούν αντιδράσεις σε ερεθίσματα που λαμβάνονται από το σύντροφο. Αν η ζήλεια είναι απόρροια προσωπικών αρνητικών σκέψεων ή προληπτικής στάσης, και δεν υπάρχει πραγματική υπόνοια άπιστης συμπεριφοράς, πιθανώς αυτός που κατηγορείται να αναζητήσει διέξοδο στην αγκαλιά ενός άλλου συντρόφου. Η αναίτια εκδήλωση ζήλειας δύναται, με άλλα λόγια, να διαβρώσει τη σχέση, οδηγώντας σε αυτό που εξαρχής προσδοκούσε να εμποδίσει: το εξωδυαδικό σεξ.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Buunk, B. P. (1997). Personality, birth order, and attachment styles as related to various types of jealousy responses, Journal of Social and Personal Relationships, 12, 997-1006.
Charny, I. W. & Parnass, S. (1995). The impact of extramarital realationships on the continuation of marriages, Journal of Sex and Marital Therapy, 21, 101-115.