Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 24
07:15 π.μ.
Εκείνη την ημέρα ένας ναυτικός έφευγε ταξίδι μακρινό.
Δυο τετράγωνα πιο πέρα από τα παλιά καπνεργοστάσια, στο κρεβάτι μάλωνε ένα ζευγάρι, το μωρό χεσμένο έκλαιγε, αλλά κανείς δεν του ‘δινε σημασία.
Στο λεωφορείο πάλι είχε κόσμο. Δυο παιδιά προτίμησαν να περπατήσουν ως το σχολείο παρά να στριμωχτούν με τον βρωμερό γέρο που στάθηκε τελευταίος στην πόρτα.
Το καλοριφέρ είχε παγώσει και γύρισε δυο στροφές δεξιά τον διακόπτη να ανάψει.
Ο Σαμ έπιασε δουλειά από νωρίς, να ξυρίσει ένα πτώμα που του ‘φεραν το προηγούμενο βράδυ· η κηδεία είχε οριστεί για τις 10:00 π.μ.
Στο παλιό καφέ η καφετιέρα είχε χαλάσει και όλοι έπιναν έναν στιγμιαίο πρόχειρα ανακατεμένο.
Η Άσλεϋ είχε δυο μωρά, δίδυμα, το ένα που το αγαπούσε πιο πολύ κοιμόταν, όταν αυτή έδινε στο άλλο το άρρωστο το σιρόπι για τον βήχα και ευχόταν να ‘χε γεννήσει μόνο το ένα.
08:15 π.μ.
Το πλοίο είχε φήμη κακή· πέντε ατυχήματα, δεκαεννιά νεκροί.
Το μωρό αποκοιμήθηκε λερωμένο, το ζευγάρι ακόμα μάλωνε.
Ο καθηγητής τούς απέβαλε απ’ την πρώτη ώρα, γιατί φτάσανε με καθυστέρηση.
Το πρόβλημα ήταν το άδειο ντεπόζιτο του πετρελαίου. Ακόμα έκανε κρύο.
Κρυφά τού έβαψε τα νύχια των ποδιών.
Η καφετιέρα δούλεψε· όλοι πίνανε με χαρά τη σκουριά που κατέβαζε μαζί ο σωλήνας.
Φόρεσε την παλιά ρόμπα να καθαρίσει το δωμάτιο. Ο πρώτος πελάτης θα ερχόταν στις δέκα, όπως κάθε μέρα.