Άρθρο: Αλέξια Σταμάτη
Δημοσιογράφος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τη Φαίδρα αντίκρισα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,

τη θυγατέρα του κακόγνωμου του Μίνωα, που απ᾿ την Κρήτη

την άρπαξε ο Θησέας, γυρεύοντας στο λόφο να τη φέρει

της Ιερής Αθήνας —άδικα! τι στο νησί της Δίας

τη σκότωσε η Άρτεμη, του Διόνυσου τη μαρτυρία γρικώντας.

 

Στα χέρια μου έπεσε το παραπάνω μεταφρασμένο απόσπασμα από τη ραψωδία λ  της  Οδύσσειας του Ομήρου. Αξίζει κάποιες φορές να ξεσκονίσεις τη μυθολογία, να τρυπώσεις μέσα στα αρχαία κείμενα, για να συνδέσεις τους καιρούς και ύστερα τα γεγονότα, τις τελετές.

Ποια ήταν η Αριάδνη, ποιος ο Διόνυσος και ποιο το νησί της Δίας; Όλοι έχουμε ακούσει για θεούς και ήρωες της μυθολογίας, συλλέγουμε σκόρπιες πληροφορίες και ύστερα τις ξεχνάμε. Κι όμως μέχρι και σήμερα εν αγνοία μας ζουν και αναβιώνουν ανάμεσα μας. Κάθε χρόνο ξυπνούν και ζωντανεύουν μέσα απ’ την παράδοση και τη δύναμη των εθίμων. Πότε; Στην εορτή των Ανθεστηρίων. Αλλιώς στα αρχαία Διονύσια. Τις σύγχρονες Απόκριες.

Κάπου εδώ το μυαλό όλων φωτίζεται με κοστούμια και στολές, σερπαντίνες, παρελάσεις, μασκαρέματα και στα αφτιά μας ηχούν οι φωνές και οι μουσικές από το γνωστό σε όλους καρναβάλι της Πάτρας. Και ναι… εκεί η γιορτή κορυφώνεται. Υπάρχει όμως ένα μέρος στην Ελλάδα, μακριά από τα έντονα φώτα της δημοσιότητας, όπου εκεί πραγματικά ο Διόνυσος αναγεννάται, όπως όταν κάποτε τον γέννησε η μυθολογία μέσα απ’ το μηρό του πατέρα του, του Δία. Εκεί ο αιώνιος αυτός έφηβος παρασέρνει ξανά την όμορφη Αριάδνη, την αρπάζει απ’ το πλευρό του Θησέα, πριν προλάβουν να φτάσουν μαζί στην Αθήνα και την κάνει γυναίκα του, χαρίζοντας της την αθανασία. Εκεί. Στο νησί της Δίας όπως αναφέρει και η ραψωδία. Στη σημερινή, πανέμορφη Νάξο.

Όσο λατρεύτηκε κατά την αρχαιότητα η μορφή του θεού Διονύσου από τη Νάξο, άλλο τόσο φαίνεται να την προίκισε εκείνος με τα αγαθά του, τη φυσική ομορφιά, τις χάρες της καλλιέργειας και της γονιμότητας, τον οίνο και το χορό, την ενέργεια και τη σπιρτάδα των κατοίκων της. Γι’ αυτό και εκείνη μέχρι σήμερα δεν τον ξεχνά και κάπως έτσι το νησί τις Απόκριες ξυπνά και μετατρέπει το καθιερωμένο καρναβάλι σε λαϊκό πανηγύρι.

Το παιχνίδι ξεκινά από τους Λαμπαδηφόρους. Ασπρόμαυρα πρόσωπα, λευκά σεντόνια αντί για κοστούμια και πυρωμένοι δαυλοί κάνουν τους συμμετέχοντες να μοιάζουν με φαντάσματα του κάτω κόσμου. Το σκοτεινό χάος του θανάτου δίνει τη θέση του στη φωτεινή αχτίδα της ζωής και οι αλαλαγμοί των Λαμπαδηφόρων φέρνουν την κάθαρση. Σαν Σάτυροι και Μαινάδες, το πλήθος παρελαύνει από τα σοκάκια του Κάστρου της Νάξου έως την παραλία της Χώρας. Οι ήχοι των τυμπάνων χρωματίζουν την ατμόσφαιρα  και προσδίδουν μια ανεπανάληπτη μαγεία στο σκηνικό. Και κάπου εκεί ο περαστικός, κρυμμένος, περιμένει να δει το μύθο να ανασταίνεται, το Διόνυσο να πετάγεται σαν τρελός μέσα απ’ τις φλόγες και να σμίγει ξανά ερωτικά με την Αριάδνη. Η τοπική κινηματογραφική λέσχη, οργανώνοντας το δρώμενο των Λαμπαδηφοριών κάνει κάθε χρόνο το θαύμα της.

Την Αριάδνη τη σκότωσε η Άρτεμις, μαθαίνοντας πως θα παντρευτεί το Θησέα; Ποιος ξέρει;  Το σίγουρο είναι πως αν ο Διόνυσος δεν την πήγαινε στον Όλυμπο, ως θνητή θα γυρνούσε ξανά στη Νάξο την Καθαρά Δευτέρα για να θαυμάσει το χορό των Κορδελάτων ή Φουστανελάτων. Πώς θα μπορούσε να χάσει τα μπαϊράκια (ομάδες) των νέων από χωριά του νησιού (Εγγαρές, Γαλήνη, Τρίποδες κ.α.), στολισμένων με χρωματιστές κορδέλες και φλουριά να τραγουδούν και να προσκαλούν τις κοπέλες σε χορό; Και ύστερα, εκείνες σε αντάλλαγμα να τους προσφέρουν φαγητά και γλυκά και να τους χαρίζουν ένα μπάλο υπό τους ήχους του βιολιού και του λαούτου; Κι έτσι μοιάζει να λειτουργεί η χρονομηχανή και το 2017 χάνεται μες στο ποτό, το χορό και την ερωτική μέθη. Γιατί  η παράδοση διδάσκει πως οι άνθρωποι, όσα προβλήματα κι αν έχουν, δεν παύουν να είναι άνθρωποι που πάντα θα γλεντούν, θα διασκεδάζουν και θα ερωτεύονται.

Οι Απόκριες συμβολίζουν τη χαρά, την ενέργεια , την έκσταση ακόμη και τη μετάβαση, θα λέγαμε, στην εαρινή περίοδο και αυτό οι ξακουστοί «Κουδουνάτοι» στην Απείρανθο, το Φιλώτι και την Κόρωνο Νάξου φροντίζουν κάθε χρόνο να το διαλαλούν και με το παραπάνω. Ο εκκωφαντικός θόρυβος των κουδουνιών που κρέμονται απ’ τις κάπες των ανδρών  υποδέχεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, τραντάζει τα διονυσιακά μονοπάτια της Νάξου και ξορκίζει τα κακά πνεύματα από άκρη σε άκρη. Η πομπή και οι κραυγές δίνουν τη σκυτάλη στο γλέντι και τα τραγούδια, με τη συνοδεία τσαμπούνας και τουμπακιού, δεν παύουν ακόμη και όταν ο ήλιος δύσει. Ίσως τη νύχτα να φουντώνουν, μάλιστα, γιατί όπως είχε πει ο Διόνυσος στον Πενθέα: «Οι τελετές γίνονται πιο πολύ την νύχτα. Γιατί σεμνότητα προσδίδει το σκοτάδι σ’ αυτές».

Το καρναβάλι, οι παρελάσεις και οι παραστάσεις που διηγούνται και ενσαρκώνουν το γάμο του Διονύσου και της Αριάδνης (Μεθυδότεια) συμπληρώνουν τη φαντασμαγορική αλλά συνάμα λαϊκή, παραδοσιακή και νησιώτικη αποκριάτικη γιορτή στα γραφικά σοκάκια της Νάξου.  Η ατμόσφαιρα στο νησί δεν κατακλύζεται από την οργιαστική φρενίτιδα που πολλές φορές είναι συνυφασμένη με την καρναβαλίστικη διάθεση, αλλά από μια έντονη και συνάμα ρομαντική αίσθηση ευφορίας, εκτόνωσης και εξιλέωσης, μιας ίασης από όλα τα δεινά, η οποία επέρχεται με το χορό και το τραγούδι των κατοίκων.

Κι έτσι στο τέλος το μυστήριο του μύθου λύνεται. Το απόσταγμα του γλεντιού είναι πάντα η αισιοδοξία. Η Αριάδνη δεν πέθανε, ούτε εγκαταλείφθηκε από το Θησέα. Κοιμήθηκε στην όμορφη Νάξο και ξύπνησε στην αγκαλιά του Διονύσου, όπως η φύση την άνοιξη ξυπνά και αναγεννάται, έτοιμη να μοιράσει καρπούς, χρώματα και αρώματα…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Ομήρου Οδύσσεια (Μετάφραση Καζαντζάκη Ν., Κακριδή Ι.). Αθήνα: Εστία, 1985.

Ευριπίδη Βάκχες (Μετάφραση Πρεβελάκη Π.). Αθήνα: Έκδοση Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977.