Άρθρο: Λυδία Μυλωνάκη
Ψυχολόγος
MSc Forensic Mental Health

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χασαπλαδάκης
φιλόλογος


Η έννοια της ευθύνης στην εκτίμηση τη επικινδυνότητας του δράστη, ορίζεται ως η συνιστώσα που οδηγεί το δράστη σε φυλάκιση ή σε αναγκαστική νοσηλεία σε κάποιο ειδικό ψυχιατρικό κατάστημα (Prins, 1984). Η ευθύνη αφορά ουσιαστικά στην ικανότητα καταλογισμού ή μειωμένου καταλογισμού της άνομης πράξης στο δράστη, γεγονός στο οποίο παίζει σημαντικό ρόλο η ικανότητα ή μη του κατηγορουμένου να οδηγηθεί σε δίκη. Το αν και κατά πόσο η πράξη εκτελέστηκε από το δράστη με πλήρη κατανόηση του τι κάνει αλλά και την ευθύνη του απέναντι στις συνέπειες της, εκτιμάται από το δικαστήριο το οποίο με τη σειρά του θα αποφανθεί τη τιμωρία που αναλογεί στον εν λόγω ένοχο.

     Στην ουσία, το ζήτημα που εγείρεται ως προς την έννοια της ευθύνης είναι ζήτημα ηθικό, το κατά πόσο δηλαδή μία συμπεριφορά εκλαμβάνεται ως ηθική και πρέπουσα, είτε ως ανήθικη και τιμωρητέα. Το ζήτημα της ευθύνης λοιπόν, είναι ένα ζήτημα ηθικό και κατά συνέπεια αρκετά υποκειμενικό. Συνεπώς, το άτομο το οποίο διέπραξε μια άδικη πράξη εξαιτίας ενός οργανικού ψυχοσυνδρόμου ή μιας ψυχωσικής διαταραχής θα αντιμετωπιστεί από το δικαστήριο με επιείκεια, σε σχέση με ένα άτομο το οποίο δεν πάσχει από κάποια διαταραχή. Και όμως, οι ειδικοί ψυχικής υγείας δεν βασίζονται στον ορισμό της ηθικής προκειμένου να κρίνουν τη συμπεριφορά κάποιου. Αντίθετα, η μελέτη της συμπεριφοράς γίνεται με βάση το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, τη μελέτη δηλαδή της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ των χαρακτηριστικών της εκάστοτε προσωπικότητας, της γενετικής προδιάθεσης ενός ατόμου, των βιοχημικών αντιδράσεων του εγκεφάλου αλλά και του διάφορων πιέσεων που ασκεί το περιβάλλον του.

     Η αρμοδιότητα του ειδικού ψυχικής υγείας είναι να αναφέρει το πόρισμά του στο δικαστήριο, βασισμένο σε κάποιες επιστημονικές απόψεις. Το δικαστήριο είναι αυτό που τελικά θα απαντήσει το ερώτημα της ευθύνης του δράστη και όχι ο ειδικός επιστήμονας.

     Η ευθύνη σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση της επικινδυνότητας  του εκάστοτε δράστη. Η έλλειψη ή όχι ευθύνης της πράξης από πλευράς του δράστη είναι δυνατό να αποτελέσει παράγοντα αυξημένης ή μειωμένης επικινδυνότητας αντίστοιχα.

     Η πρόληψη της επικινδυνότητας αφορά στην εκτίμηση της πιθανότητας που υπάρχει, ο δράστης να εκδηλώσει ξανά την ίδια εγκληματική πράξη.  Διάφοροι είναι οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την εκτίμηση της επικινδυνότητας ενός δράστη, ξεκινώντας από δημογραφικά στοιχεία, όπως το φύλο μέχρι και χαρακτηριστικά του οικογενειακού ιστορικού του υπό εκτίμηση δράστη. Ένας από τους βασικούς παράγοντες επικινδυνότητας είναι το νοητικό πηλίκο του ατόμου (έχει παρατηρηθεί πως το νοητικό πηλίκο των κρατουμένων στις φυλακές είναι σταθερά πιο χαμηλό από του μέσου όρου). Ακόμη, παρατηρείται ότι τα άτομα που τείνουν να ζουν μόνα τους και αποφεύγουν τις κοινωνικές σχέσεις έχουν αυξημένη πιθανότητα να εγκληματήσουν. Άλλωστε, αυτός ο τρόπος ζωής συχνά συσχετίζεται με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Βασικός παράγοντας που επηρεάζει την επικινδυνότητα είναι επίσης, η κατάχρηση ή εξάρτηση από ουσίες. Το αλκοόλ, αλλά και οι ναρκωτικές ουσίες διεγείρουν ή καταστέλλουν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού προκαλώντας διάφορα συμπτώματα όπως άρση των αναστολών, παράτολμη ή επικίνδυνη συμπεριφορά ή ακόμη και υπνηλία, είτε απώλεια συνείδησης. Φυσικά, η επίδραση των ουσιών δεν αποτελεί επαρκή επεξήγηση για την αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης επικίνδυνης συμπεριφοράς, εδώ θα παίξουν σημαντικό ρόλο και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του δράστη.

     Η ευθύνη λοιπόν η οποία αποδίδεται στον εκάστοτε δράστη, σε συνδυασμό  με την εκτίμηση της επικινδυνότητάς του αποτελούν τους δύο βασικούς παράγοντες με βάση τους οποίους οι δράστες δικάζονται αλλά και λαμβάνουν την ποινή τους από το δικαστήριο.


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Αλεξιάδης, Σ. (1986). Η επικινδυνότητα του εγκληματία ένα στοιχείο πλαστό, σε Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος Β΄, Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας.

Borum, R. (1996). Improving the clinical practice o f violence risk assessment.  American Psychologist, 5, 1, 945-956.

Cooke, J. D. (2010). Personality disorder and violence: understand violence risk: an introduction to the special section personality disorder and violence, Journal of Personality Disorders, 24 (5), 539–550.

Harris, G., Rice, M., & Quinsey, V. L. (1993). Violent recidivism o f mentally disordered offenders: The development o f a statistical prediction instrument. Criminal Justice and Behaviour, 20, 315-335.

Prins, H. A. (1984). Attitudes towards the mentally disordered. Medicine, Science and the Law24(3), 181-191.

Yang, Μ., Wong, C. P. St. (2010). The Efficacy of Violence Prediction: A Meta- Analytic Comparison of Nine Risk Assessment Tools, American Psychological Association, 136, 5, 740–767.