Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 23
Έκαιγαν τώρα όλοι μαζί τα πόδια από τις καρέκλες, η τραπεζαρία δεν θα ήταν ποτέ ξανά σετ. Έσπαγαν με τα χέρια τους οι δυνατοί, τα κοπανούσαν στις κάσες των πορτών οι άλλοι. Ένα ένα τα έριχαν στη φωτιά, τη μεγάλη φωτιά που άναψαν στη βεράντα· το τζάκι ήταν μικρό για να χωρέσει τόσα πόδια. Όλοι έσπαζαν και με μίσος μεγάλο για την καρυδιά πετούσαν τα κομμάτια. Σαν να τους έφταιγε αυτή για όσα ειπώθηκαν και όσα δεν ειπώθηκαν στα τραπέζια τα κυριακάτικα, στις μαζώξεις, στις γιορτές. Σήμερα γινόταν η πιο μεγάλη γιορτή, σήμερα θα καίγανε μαζί και εκείνα που χρόνια έμεναν περιορισμένα στις έξι καρέκλες, πόντο πιο πέρα. Όλοι, αφού ξηλώσαν την ταπετσαρία και τράβηξαν τις σούστες και το αφρολέξ, βγαίνανε στη βεράντα να χορτάσει το μάτι τους κίτρινο από τις φλόγες, να ιδρώσουν και να μυρίσουν καμένο ξύλο. Όλοι εκτός από τη γιαγιά με το ξύλινο πόδι που κοιτούσε την προίκα της να γίνεται στάχτη και φως πανηγυρικό. Τέλειωσαν οι καρέκλες, τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού είχαν σειρά, και η ανθοστήλη από τριανταφυλλιά.
Στο γλέντι απάνω άρπαξαν το πόδι της γιαγιάς. Ξύλο παλιό, γερασμένο, στεγνό από υγρά, έκανε την τέλεια καύση. Έμεινε στο ένα πόδι να κοιτά κι αυτή τη μεγάλη φωτιά, τη μεγάλη γιορτή. Την ημέρα που το πήραν απόφαση να μην αφησουν τίποτα άκαυτο. Και ράντισαν με κρασί τα ρούχα τους, και της γιαγιάς που μύριζαν κλεισούρα και λεβάντα, να αρπάξουνε οι ίδιοι πιο εύκολα. Να γίνει η γιορτή τους πιο μεγάλη.