Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Μαρία-Ανδρονίκη Τραυλού
Φιλόλογος-Γλωσσολόγος
Η σχέση του παιδιού με τη μητέρα του κατείχε πάντα κεντρική θέση στην ψυχαναλυτική θεωρία. Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ, αναφέρθηκε στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που αποτελεί ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στο παιδί και στους γονείς του, ο Ζακ Λακάν υποστήριξε πως όταν το αγόρι εγκλωβίζεται στις επιθυμίες της μητέρας του είναι πολύ πιθανό να εμφανίσει ψυχωτικά συμπτώματα, ενώ ο Ντόναλντ Γουΐνικοτ, του οποίου οι θεωρίες είναι πολύ λιγότερο πολύπλοκες, εισήγαγε την έννοια του «μεταβατικού αντικειμένου», αναφέροντας πως τα παιδιά προσκολλώνται σε συγκεκριμένα αντικείμενα προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν την απουσία της μητέρας τους. Αντιστοίχως, η Μέλανι Κλάιν, αναφέρθηκε στον θηλασμό και στο πώς επηρεάζει τις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων στην ενήλικη ζωή.
Σε αντίθεση με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, η κορυφαία ψυχαναλύτρια επικέντρωσε την προσοχή της στην ανάλυση των παιδιών, καταφέρνοντας να εμπλουτίσει και – κατά πολλούς – να καταρρίψει τις θεωρίες του Φρόιντ. Ξεκινώντας να δουλεύει με παιδιά το 1919, η Μέλανι Κλάιν περιέγραψε την αδυναμία των βρεφών ν’ αντιληφθούν πως οι άνθρωποι που τα περιτριγυρίζουν αποτελούν ξεχωριστές οντότητες κι έχουν τη δική τους προσωπικότητα. Πιο συγκεκριμένα, κατά την Κλάιν, τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους τα βρέφη δεν αντιλαμβάνονται τη μητέρα τους ως ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο, αλλά ως ένα ζευγάρι στήθη το οποίο εμφανίζεται κι εξαφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Όταν το στήθος είναι παρόν, το μωρό ταΐζεται, βιώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο συναισθήματα χαράς κι ευτυχίας, όταν όμως το στήθος απουσιάζει το μωρό πεινάει κι αισθάνεται φόβο, δυσαρέσκεια κι οργή. Ως εκ τούτου, θεωρεί πως υπάρχει ένα καλό στήθος, το οποίο το ικανοποιεί κι εκπληρώνει τις επιθυμίες του, κι ένα κακό στήθος, εξαιτίας του οποίου βιώνει συναισθήματα ματαίωσης και γι’ αυτό θέλει να το δαγκώσει κι εν γένει να το εκδικηθεί.
Ωστόσο, το μικρό παιδί σταδιακά αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει ένα καλό κι ένα κακό στήθος, αλλά ένα ζευγάρι στήθη που ανήκει στη μητέρα του, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έναν ξεχωριστό άνθρωπο με πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η Κλάιν ονόμασε αυτήν την αλλαγή «καταθλιπτική θέση», ισχυριζόμενη πως κατά τη διάρκεια αυτής της αναπτυξιακής περιόδου το παιδί συνειδητοποιεί πως η μητέρα του, κι εν γένει οι οικείοι του, δεν είναι πάντα υπεύθυνοι για όσα το δυσαρεστούν, ούτε είναι δυνατό να ικανοποιούνται πάντοτε όλες του οι ανάγκες, αφού η απογοήτευση και ο πόνος είναι σύμφυτα της ανθρώπινης ύπαρξης και το αίτημά μας να εξουδετερωθούν είναι ουτοπικό. Παρόλα αυτά, κάποια παιδιά δεν καταφέρνουν να περάσουν από αυτό το στάδιο, αντιθέτως, εγκλωβίζονται στην «παρανοειδή – σχιζοειδή θέση». Εξακολουθώντας να θεωρούν πως υπάρχει ένα καλό κι ένα κακό στήθος αρχίζουν να εξιδανικεύουν τους ανθρώπους που εκπληρώνουν τις επιθυμίες τους και να καταφέρονται εναντίον όσων τις ματαιώνουν. Όντας, λοιπόν, ενήλικες, ερωτεύονται παθιασμένα τον ερωτικό τους σύντροφο, κι όταν αυτός, έστω και ακούσια, τους απογοητεύσει, θυμώνουν μαζί του και θέλουν να τον εκδικηθούν. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται σε κάθε ερωτική τους σχέση, αφού συνεχώς αναζητούν τον τέλειο σύντροφο που δε θα τους απογοητεύσει ποτέ και θα είναι πάντοτε πηγή μόνο ευχάριστων συναισθημάτων.
Χωρίς αμφιβολία, η Μέλανι Κλάιν στηρίχτηκε στις μελέτες του Φρόιντ για ν’ αναπτύξει τη θεωρία της, ωστόσο, σε αντίθεση μ’ εκείνον, είχε τη δυνατότητα ν’ ασχοληθεί περισσότερο με την ανάλυση των παιδιών, γεγονός που την οδήγησε σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Για τον λόγο αυτό, η Κλάιν, όπως και η κόρη του Φρόιντ, Άννα, που ασχολήθηκε επίσης με την παιδική ηλικία, δεν άνοιξαν απλώς τον δρόμο στην ανάλυση των παιδιών, αλλά εισήγαγαν ουσιαστικά την έννοια της παιδικής ψυχολογίας.
Bιβλιογραφία
Klein, M. (1975). Envy and Gratitude and Other Works 1946 – 1963. London: The Hogarth Press and The Institute of Psycho – Analysis.
Quinodoz, J. M. (2013). Πώς να διαβάσω τον Φρόιντ. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος.