Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος
Από καταβολής κόσμου, ο όμορφος πρίγκιπας γονάτιζε, έβγαζε το κουτί με το αξιοζήλευτο μονόπετρο από την τσέπη και με φωνή τόσο αποφασιστική όσο και αισθησιακή προχωρούσε στην επίμαχη ερώτηση: ‘Θα με παντρευτείς;’
Ύστερα, η γλυκιά αγαπημένη του συγκινημένη ψέλλιζε το πολυπόθητο ‘Ναι‘ και τον έπνιγε σε ένα σωρό φιλιά και αγκαλιές, ενώ πυροτεχνήματα έσκαγαν στον ουρανό. Ό στόχος είχε πια επιτευχθεί, καθώς η ανυπεράσπιστη κορασίδα έβρισκε τον άντρα τον σωστό, με το επιβλητικό πιγούνι, τις αρρενωπές γωνίες προσώπου μα πάνω από όλα τις σοβαρές προθέσεις και το εισιτήριο της ισόβιας εξασφάλισης.
Τα χρόνια πέρασαν, οι γυναίκες χειραφετήθηκαν, κατέκτησαν το δικαίωμα ψήφου, ύψωσαν τη φωνή στον σύζυγο, βγήκαν στον επαγγελματικό στίβο, αύξησαν τις τραπεζικές τους καταθέσεις. Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, πως η ταινία ‘νέος ερωτεύεται νέα‘ ξαναγυρίστηκε με αμέτρητα εναλλακτικά φινάλε πέραν του τετριμμένου ‘ο γαμπρός ας φιλήσει τη νύφη‘.
Αυτές τις ημέρες, ωστόσο, ακούω όλο και περισσότερες μοντέρνες ιστορίες αγάπης που καταλήγουν σε εκβιαστικές προτάσεις γάμου:
‘H Μαρία έδωσε διορία στον Τάκη. Μόλις οι πρώτες ψιχάλες του φθινοπώρου πέσουν, στην αγκαλιά της θα προσγειωθεί το εντυπωσιακό δαχτυλίδι ή στα χέρια του θα σκάσουν οι βαλίτσες με τα ρούχα του και θα πάρει πόδι από το σπίτι‘, μου εκμυστηρεύτηκε ένας φίλος για ζευγάρι γνωστών μου.
‘Ο Αλέξης ζήτησε τη Δέσποινα. Ονειρεμένα, ακριβώς όπως από κοριτσάκι ακόμη το είχε φανταστεί‘. Ανούσια λεπτομέρεια της υπόθεσης; Η χαρούμενη επίδοξη νύφη επαναλάμβανε για μήνες τώρα μετά την προσευχή και πριν το μεσημεριανό γεύμα: ‘Bέβαια, η Γιώτα έχει το καλό παιδί που την παντρεύτηκε σε είκοσι μέρες, ενώ εσύ, δέκα μήνες πέρασαν, και ακόμη το σκέφτεσαι‘. Η παραπάνω φράση συνοδευόταν από ύφος εγκαταλελειμμένου κουταβιού και μούτρα τουλάχιστον δύο ωρών.
Και κάπου εδώ αρχίζω να αναρωτιέμαι : ‘Όταν η πρόταση γάμου αποτελεί απόρροια πενήντα δύο εκβιαστικών τελεσιγράφων και είκοσι τεσσάρων ξεσπασμάτων κλάματος, λογαριάζεται, άραγε, ακόμη για την απόλυτα ρομαντική έκβαση μιας μεγάλης αγάπης;‘
Τόσες γυναίκες κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Φορούν την αστραφτερή μάσκα της ανεξάρτητης επαγγελματίας, εκείνης που δεν καρτερεί κάποιον ιππότη για να τη σώσει, μα κόβει μονάχη της τα κεφάλια των απειλητικών δράκων και συναρμολογεί με το κατάλληλο manual την αστραφτερή της άμαξα. Μόλις, ωστόσο, η κάμερά μας απομακρυνθεί, η ίδια ατίθαση αμαζόνα εκλιπαρεί τον πρίγκιπα του παραμυθιού να την αποκαταστήσει, στην ανάγκη τον τρομοκρατεί και λιγάκι, αφού, θυμήσου, σημασία δεν έχει τι συμβαίνει, μα τι φαίνεται ότι συμβαίνει. Στην τελική, φίλε μου, εσύ θα δεις το αστραφτερό μέρος, αυτό που το βασιλόπουλο παίρνει με παπά και με κουμπάρο την καλή του, και δεν θα υποψιαστείς τις κρίσεις πανικού πριν από την πολυπόθητη κατάληξη. Τώρα, εάν κάποιος τολμήσει και σ‘ τις σιγοψιθυρίσει, δεν βαριέσαι, η ατίθαση αμαζόνα μπορεί πια να κατακτήσει τον κόσμο όλο, με κούτελο καθαρό και γενετικό υλικό εξασφαλισμένο.
Κάθε φορά, λοιπόν, που προβληματίζομαι για το πού ακριβώς βρίσκεται η ευτυχία τού να βάλεις το μαχαίρι στο λαιμό, για να μπει η βέρα στο δάχτυλο, ίσως πρέπει να θυμάμαι πως ορισμένα happy end δεν χρειάζονται συμπρωταγωνιστή, μα έναν κομπάρσο, ως εκτελεστικό όργανο των ήδη γραμμένων σκηνών.
Κάπως έτσι, ένα ακόμη καλοκαίρι περνά και αμέτρητες ιστορίες έρωτα καταλήγουν στα σκαλιά της εκκλησίας ή, τέλος πάντων, σύρονται από τα μαλλιά σε αυτά. Υπάρχει, άραγε, διαφορά; Εξάλλου και στις δύο περιπτώσεις, εσύ το προσκλητήριο σου θα το λάβεις.