Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Κλείνω την πόρτα, κατεβαίνω τις σκάλες και αναλύομαι σε δάκρυα. Κλαίω δάκρυα μιας χαρμολύπης που πλημμυρίζουν τα ζυγωματικά μου και γεμίζουν τις αύλακες των ρυτίδων του χαμόγελου γύρω από τα χείλη μου. Πονάω βαθιά και ταυτόχρονα μια ανείπωτη και παράδοξη χαρά με κυριεύει. Βγαίνω από το χώρο του νοσοκομείου φορώντας ακόμα τη μάσκα στο πρόσωπό μου. Ξέχασα πως βγήκα στον έξω κόσμο του καυσαερίου και του ατέλειωτου ουρανού. Τα χέρια μου είναι ιδρωμένα όπως και τα μάτια μου. Αλμυροί χυμοί στα μάτια, τα χέρια και το στήθος μου. Περπατάω ρυθμικά, ούτε νωχελικά ούτε νευρικά. Η πάλη μέσα μου δίνει το τέμπο στον βηματισμό μου.

Είχα πάει να επισκεφτώ έναν φίλο μου στο ογκολογικό τμήμα ενός νοσοκομείου στην καρδιά της πόλης. Τα κτίρια της αυλής του φαντάζουν γίγαντες στα μάτια μου που φυλακίζουν ζωή κι άλλοτε γεννάνε όντως ζωή. Εκείνο το απόγευμα ο Οδυσσέας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του αποστειρωμένου δωματίου του, κρατούσε στα χέρια του ένα αρκουδάκι και ήταν σκεπασμένος με την κουβέρτα μέχρι πάνω. Καλώδια, σωλήνες και γάζες κάλυπταν τα μικρά και ασθενικά πλέον παιδικά χεράκια του. Ο Οδυσσέας δυσκολευόταν ιδιαίτερα σωματικά, η αρρώστια στέγνωσε το κορμί του, ρούφηξε τους δροσερούς χυμούς του, κούρασε την ψυχή του και εξασθένισε τις αντοχές του. Το άλλοτε πλατύ τόξο του χαμόγελού του είχε τεντωθεί έτοιμο πια να κοπεί. Δεν είχε διάθεση για κουβέντες. Οι πόνοι που τον αγκάλιαζαν ήταν αρκετοί για να αποσπούν την προσοχή του. Είχε κλείσει τα μάτια και αφηνόταν στις δικές μου κουβέντες, λίγες, σύντομες κοφτές, γλυκές κι όσο γινόταν απαλές. Δεν περίμενα ανταπόκριση. Δεν χρειαζόταν. Δεν ήμουν εκεί για μένα. Στο ραδιόφωνο σιγόπαιζε το τραγούδι της Edith Piaf «La vie en rose». Τι παραφωνία, τι μεγάλη αντίφαση στην ατμόσφαιρά μας…!

Πέρασαν σιωπές. Όσες κουβέντες ανταλλάξαμε κουβαλούσαν θυμό. Ώσπου είδα από το μεγάλο παράθυρο ένα ουράνιο τόξο. Του το είπα ενθουσιασμένη. Ο Οδυσσέας αμέσως άνοιξε τα μάτια. Αποτράβηξε την κουβέρτα και ανασηκώθηκε με λαχτάρα στα μάτια για ελπίδα. Απολαύσαμε μαζί ένα ουράνιο τόξο. Προσπαθήσαμε πολύ και οι δύο, με τον τρόπο του ο καθένας, μετά από σιωπές, μετά από βροχή για να απολαύσουμε τελικά μαζί ένα ουράνιο τόξο.

Τον χαιρετάω και φεύγω με την ίδια σιωπή που άλλες στιγμές είναι βαριά και μας πνίγει κι άλλες που είναι αναγκαία, ποθητή και επαρκής. Περπατάω στο διάδρομο με πόδια που με καρφώνουν βαριά στη γη και με ψυχή ανάλαφρη, έτοιμη να βγάλει φτερά για να πετάξει. Περνώντας μπροστά από τα υπόλοιπα δωμάτια του διαδρόμου, βλέπω φευγαλέα τα άλλα παιδιά που είναι κι αυτά ξαπλωμένα στα κρεβάτια τους. Από το μικρό παραθυράκι βλέπω ένα κορίτσι με μαντήλι στο κεφάλι και μάσκα στο πρόσωπο να κρατάει σφιχτά το χέρι της μεγαλύτερης αδερφής της παρακολουθώντας κάτι που έπαιζε στην τηλεόραση. Τα δάχτυλα των δύο κοριτσιών μπλέξανε τα δύο κορμιά σε ένα, με δύο καρδιές που χτυπούν στην ίδια συχνότητα. Στο διπλανό δωμάτιο μια μαμά είχε ξαπλώσει το κεφάλι της στην αγκαλιά του μικρού γιου της. Εκείνος χάιδευε τις μπούκλες της για να νανουριστεί και να μπορέσει να παραδοθεί σε ύπνο τρυφερό όπως τα χάδια του. Μετά από λίγα βήματα έπεσα πάνω σε έναν νεαρό ντυμένο Spiderman που έκανε βόλτα με τον μπαμπά του στο ένα χέρι και τον ορό στο άλλο. Στον ίδιο μακρύ διάδρομο με τις ζωγραφιές στους τοίχους από μια ζούγκλα με ζώα και άναρχα φυτά τους βρήκα να βολτάρουν και όταν μπήκα. Ο ένας πείραζε τον άλλον και ομόρφαιναν με τα χαμόγελά τους τη ζούγκλα στους τοίχους.

Συνεχίζω να περπατάω στους δρόμους της πόλης αφήνοντας πίσω μου τον Οδυσσέα να βυθίζεται, έτοιμος πλέον για το δικό του ταξίδι. Μετά το ουράνιο τόξο που έκανε πολύχρωμο τον ουρανό μας άρχισε πάλι η βροχή. Είχε πλέον βραδιάσει.

«Μη λυπάσαι που βραδιάζει. Μη λυπάσαι που χάθηκε το ουράνιο τόξο τόσο γρήγορα και άδοξα. Ίσως για εκείνον που τόσο σε αγάπησε και αγάπησες να είναι αρκετό ένα τέτοιο θέαμα. Η δική του ψυχή να είναι πλήρης κι από χαρά κι από πόνο… Μα τι παράλογα είναι όσα σκέφτεσαι;» μονολογώ, λέω και αντιλέω σε έναν μακρύ παρηγορητικό καταιγισμό σκέψεων που ουρλιάζουν στο κεφάλι μου. Τόσος πόνος, τόση αγωνία εκεί μέσα, εκεί από όπου εγώ έφυγα, για το κάθε επόμενο λεπτό, για το κάθε πιθανό μικρόβιο που μπορεί να αποβεί μοιραίο στον εξασθενημένο και ταλαιπωρημένο οργανισμό των μικρών παιδιών. Όχι, όχι ο θάνατος ενός παιδιού είναι παρά φύση εξέλιξη της ζωής. Θέλεις, προσδοκάς και απαιτείς να παίζει στο πάρκο, να κάνει τσουλήθρα, να τρέχει, να φτιάχνει παλάτια στην άμμο, να πέφτει και να σηκώνεται με γρατζουνιές, να κλαίει γι’ αυτές και σε λίγο να τις ξεχνάει. Να αγκαλιάζει τους φίλους του, να πασαλείβεται με χώματα, να τρώει σοκολάτες και όλες τις λιχουδιές απ’ το περίπτερο, να μαλώνει με τα αδέρφια του και να χτυπιέται και να πηγαίνει στο σχολείο. Κι όλα αυτά χωρίς φόβο. Χωρίς να φοβάται τα απαίσια μικρόβια που για τους άλλους είναι ακίνδυνα αλλά για το ίδιο απειλητικά. Να παίζει μπάλα και να παίρνει από το πάτωμα ό,τι έπεσε χωρίς να το απολυμαίνει με οινόπνευμα εξονυχιστικά. Να βιώνει την παιδική του ηλικία ανεμπόδιστα χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές πάνω από το μαξιλάρι του, χωρίς εξετάσεις, αντιβιώσεις, θεραπείες, πόνους, ναυτίες, αδυναμίες και πυρετούς και κυρίως χωρίς τον εγκλεισμό του σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, σε έναν διάδρομο με φυτά στους τοίχους,  αλλά σε ανοιχτά λιβάδια και μπλε θάλασσες με φυτά στους βυθούς της.

Αυτές όλες οι σκέψεις με πνίγουν, με θλίβουν, με τσακίζουν, μου πιέζουν το μυαλό με τανάλιες. Κι εκείνο το τέλος το πρόωρο, το απροσδόκητο, το ασήκωτο; Ο ίδιος ο Breuer έλεγε στον φίλο του Freud: «Ποτέ δε θα συνηθίσω τον θάνατο των ασθενών μου!» Ποτέ, ποτέ δε θα εξοικειωθείς με την απώλεια ενός παιδιού. Τέτοια παράβαση της φυσιολογικής εξέλιξης καμία λογική δεν τη χωράει. Πόσο γλυκά εκφράζει έναν τέτοιον πόνο ο Γκάτσος για τις παιδικές ψυχές  που εγκαταλείπουν τον κόσμο αυτό τον μικρό, τον μέγα: «Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μη ξαναβγείς..!»

Απόψε δε χωράνε στο μυαλό μου οι θεωρίες που ξέρω για τη διαχείριση του πόνου, της απώλειας, του πένθους. Μου αρκούν άλλες σκέψεις. Τι ομορφιά μπορεί να γεννηθεί μέσα σε ένα τόσο σκοτεινό δωμάτιο που το στοιχειώνουν η αγωνία, ο φόβος, ο τεράστιος φόβος του θανάτου που παραμονεύει, ο θυμός, η θλίψη! Οι μεγαλύτερες αρετές βρίσκουν το πιο γόνιμο έδαφος, ανθίζουν και μοσχοβολούν αλήθεια. Οι δεσμοί ενισχύονται και γίνονται ρίζες βαθιές που μπερδεύονται μεταξύ τους και κρατούν αιώνια το δέντρο της οικογένειας αγέρωχο. Η υπομονή, η ανοχή και η καρτερία φτάνουν στο απόγειό τους, σμιλεύουν κορμιά και ψυχές ανθεκτικές σαν πέτρα χωρίς γωνίες, χωρίς αιχμές που σκίζουν και γρατζουνάνε αλλά είναι στρόγγυλες, απαλές και λείες. Μπορεί ένα παιδί με καρκίνο να μην είναι σε θέση να κάνει πολλά, πάρα πολλά απλά καθημερινά πράγματα που κάνει ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί της ηλικίας του, αλλά δύναται να κάνει άλλα σημαντικά, να ζωγραφίζει, να χαμογελάει, να παίρνει αγκαλιά τη μαμά του και να λέει «σ’ αγαπώ». Κι ο Οδυσσέας, ο μικρός μου φίλος, λέει τόσο γλυκά το σ’ αγαπώ… Άλλωστε, όπως το φως δεν διαλέγει τι θα φωτίσει γύρω του έτσι και η αγάπη του Οδυσσέα μου λάμπει ό,τι υπάρχει γύρω του. Κι αναρωτιέμαι… Παύει, άραγε, ποτέ το φως να υπάρχει;…

Κλείνω την πόρτα του σπιτιού μου και κλείνω και την πόρτα στον εσωτερικό παρατηρητή των σκέψεών μου. Δεν θυμάμαι αν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, αν προσευχήθηκα, αν έκλαψα, αν λυτρώθηκα ή αν πόνεσα που τελικά χάραξε… Ο Οδυσσέας από εκείνο το απόγευμα είναι το ουράνιο τόξο μου μετά από κάθε βροχή, τον σκέφτομαι σαν μια ιριδίζουσα λωρίδα στον ουρανό μου μετά από κάθε βροχή…