Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος
Οι σύγχρονοι τριαντάρηδες, απόγονοι μιας γενιάς γονιών που απόλαυσε τους ψεύτικους καρπούς της νεόπλουτης Ελλάδας, ανατράφηκαν με την απόλυτη βεβαιότητα πως θα γίνουν μεγάλοι και τρανοί, κορυφαίοι επιχειρηματίες, λαμπροί καλλιτέχνες, αγέρωχοι μεγιστάνες, ιδανικοί οικογενειάρχες. Οι προσδοκίες τεράστιες, τόσο πολύ που περιθώριο αποτυχίας δεν υπήρχε.
Κάποτε, όμως, μεγάλωσαν για να αντιληφθούν την πικρή αλήθεια, πως κανένα Όσκαρ δεν προσγειώνεται ως δια μαγείας στο μαξιλάρι του λήθαργου, καμιά επιχείρηση δεν προσφέρει σαν μεταφοιτητικό bonus τη θέση με τον παχυλό μισθό, καμιά οικογένεια δεν αγγίζει τις διαφημίσεις με τα τεράστια χαμόγελα και τις αστραφτερές οδοντοστοιχίες. Και αντιλήφθηκαν και κάτι λίγο πιο σκληρό: πως ακόμη και η πιο αξιόλογη ερμηνεία ίσως χάσει το χρυσό αγαλματίδιο μέσα από τα χέρια της χωρίς χρυσό δόντι στην κριτική επιτροπή, το πιο λαμπρό βιογραφικό ενδεχομένως καταλήξει στο καλάθι των αχρήστων χαρακτηριζόμενο «overqualified», η ειλικρινέστατη προσπάθεια σύναψης υγιούς προσωπικής σχέσης ξεπεραστεί από την ίδια την τάση της εποχής για φρέσκια σάρκα με μηδαμινές απαιτήσεις δέσμευσης.
Κάποτε βρεθήκαμε όλοι μόνοι και απογοητευμένοι στον κήπο του πιο νοσηρού ιδιοκτήτη, εκείνου που μας απαγορεύει αυστηρά να κόψουμε τα λουλούδια των ονείρων μας. Και εκεί θαρρώ πως χάσαμε το νόημα, οι στιγμές ξεγλιστρούσαν όσο εμείς γυρεύαμε απεγνωσμένα το τέλειο και γυρίζαμε την πλάτη στο αληθινό.
Η γενιά των ανικανοποίητων παρελαύνει τώρα με κομμένα φτερά και ρηχή αναπνοή. Κλαίει, επειδή έτυχε να φάει τα μούτρα της, νιαουρίζει πάνω από το χυμένο γάλα, ενοχοποιεί τους γύρω της για την άδικη τη μοίρα και το κακό timing. Κυνηγάει στόχους, αλλά κάθε φορά που αγγίζει κάποιον σπεύδει να ανακαλύψει τον επόμενο, εκείνον που θα επιβεβαιώσει την τραγική ψευδαίσθηση πως η εσωτερική πληρότητα φωλιάζει αιωνίως ένα βήμα μακριά. Τελικά, τρέμει αυτό ακριβώς που εμμονικά αναζητά. Τρέμει την ευτυχία, που κρύβεται στο τέλος του φόβου, καθώς, σκέψου το λίγο, αν αυτός πεθάνει τότε θα αναγκαστούμε να πούμε αντίο σε πνιγηρούς συμβιβασμούς και να συνεχίσουμε τη ζωή ελεύθερα δίχως τυμπανοκρουσίες και ιδέες μεγαλείου.
Μια κοινωνία απόλυτα ψυχαναγκαστική ζητά να θυσιάσουμε την καρδιά μας στον βωμό της τελειότητας, να είμαστε επιτυχημένοι επαγγελματίες μα και τρυφεροί γονείς, εργασιομανείς και κοινωνικά ενεργοί, λάτρεις του βουνού και της θάλασσας, αμετανόητοι ροκάδες και πρώτοι στα τσιφτετέλια, κυνικοί και ιδεαλιστές, καπιταλιστές μα και λίγο επαναστάτες.
Και εμείς από πίσω λαμβάνουμε τη θέση μας στην κούρσα των ζωντανών νεκρών, που κατακτούν δίχως να απολαμβάνουν, που επιθυμούν διακαώς την αποβίβαση στην Ιθάκη, καθώς αυτή θα προσθέσει ένα κάποιο κύρος στο βιογραφικό.
Οι ταξιδιώτες δεν λαχταρούν πια το ταξίδι, αφού πώς, στ’ αλήθεια, θα δικαιωθούμε δίχως τα λάφυρα που πιστοποιούν την αξία μας;