Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Χάθηκα στους δρόμους τη πόλης, αφηρημένη για άλλη φορά και στάθηκα κάπου για να προσανατολιστώ. Σε ένα διπλανό τοιχάκι βρήκα γραμμένο ένα απλό « θα μ’ αγαπάς μέχρι το τέλος;». Το κοίταξα και ήμουν έτοιμη αυθόρμητα να απαντήσω. Πόσες φορές έχουμε ρωτήσει τους δικούς μας, τους πολύ αγαπημένους μας αυτό το τόσο απλό και μερικές φορές με τόσο δεδομένη απάντηση «μ’ αγαπάς;»!

«Μ’ αγαπάς;». «Μα ναι, σ’ αγαπώ!». Τι μεγάλη ανάγκη η επιβεβαίωση ακόμα και με λέξεις, δύο λέξεις στη σειρά να ηχούν στα αυτιά σου και να σε γαληνεύουν! Ανασφάλεια, θα προλάβω να σκεφτώ, αλλά και πάλι αναρωτιέμαι υφίσταται ύπαρξη χωρίς ανταπόκριση; Μπορεί να υπάρχει αγάπη υγιής χωρίς την προσδοκία και την ανάγκη της ανταπόδοσης;

Ακόμα και ο ερημίτης μοναχός φεύγει και πηγαίνει πάνω στο βουνό, ζει μόνος του χωρίς την κοινωνία με άλλους ανθρώπους προσευχόμενος στο Θεό, ακόμα και αυτός ο άνθρωπος που δεν περιμένει από τους ανθρώπους τίποτα, αναμένει ανταπόκριση από το Θεό να εισακουστούν οι προσευχές του και να έχει παρρησία. Ακόμα και ένα πουλάκι σε ένα δέντρο γιατί να κελαηδάει αν δεν υπάρχει ένα άλλο πουλάκι στο διπλανό κλαδί για να το ακούσει; Ένας ήλιος γιατί να δύει μεγαλόπρεπα με χρώματα πύρινα και μενεξεδιά στους ουρανούς μιας θάλασσας αν δεν υπάρχουν δυο μάτια για τον αποθαυμάσουν στο μεγαλείο του; Ένα παιδί γιατί να φροντίζει να είναι καλός μαθητής αν όχι για να ανταποκριθεί άξια στην εικόνα που έχουν για το ίδιο οι γονείς του, αν όχι για να εισπράξει την αποδοχή τους, τον έπαινο και το χάδι τους; Γιατί ένα άλλο παιδί πάλι να είναι άτακτο και να επιδιώκει συστηματικά να κάνει το απαγορευμένο ή το μη επιθυμητό από τους γονείς του; Ακριβώς για να δεχτεί μια αντίδραση, ακόμα και τιμωρία, ακόμα και φωνές και μαλώματα. Έχει ανάγκη την προσοχή και το ενδιαφέρον των σημαντικών του άλλων ακόμα και με αυτόν τον παραβατικό και επαναστατικό τρόπο και έτσι βρίσκει τον λόγο ύπαρξής του κατέχοντας μια θέση τουλάχιστον αξιοπρεπή δίπλα τους.

Άραγε, υφίσταται ύπαρξη χωρίς μια κάποια ανταπόκριση, ένα καθρέφτισμα στα μάτια των άλλων; Άραγε, υπάρχει αγάπη χωρίς την ανάγκη να ανταποδοθεί; Δυσκολεύομαι να το φανταστώ. Αν αγαπάς αληθινά θέλεις να σε αγαπά αληθινά και το πρόσωπο που μέσα σου κατέχει μια θέση υψηλή στην ιεραρχία των αγαπώμενων. Δεν σε ενδιαφέρει απλώς να αγαπηθείς από ένα οποιοδήποτε πρόσωπο. Για να νιώσεις πλήρης και να βιώσεις στιγμές ευτυχίας, η βαθιά ψυχή σου απαιτεί να την αγαπούν συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτά που εκείνη έχει ξεχωρίσει και αφήνεται στα χέρια τους αγαπητικά και ευχαριστιακά. Αλλά η αγάπη χωρίς ανταπόδοση, για μένα, είναι ένδειξη ψυχοπαθολογίας. Πόσο μπορεί να ζήσει μια αγάπη που εισπράττει περιφρόνηση, υποτίμηση και αδιαφορία ή έστω που δεν αναγνωρίζεται, που δεν βρίσκει πρόσφορο και δροσερό έδαφος να ανθίσει και να καρποφορήσει; Πληγώνεται η ίδια πριν την ελέγξουμε εμείς με τις έλλογες κρίσεις μας. Σήμερα θα δώσεις και θα λάβεις πίσω. Αύριο θα συνεχίσεις, πάλι δε θα πιάσει το αγαπώμενο πρόσωπο το μπαλάκι που του πέταξες, πάλι δε θα στο στείλει πίσω. Την τρίτη και την τέταρτη θα κάνεις το ίδιο. Την επόμενη, όμως, θα αρχίσει να φθείρεται και η δική σου αγάπη, η ποιότητά της θα νοθεύεται από τον εγωισμό που θα τροφοδοτεί ο ξερός και άχρωμος τοίχος του απέναντι.

Και θα μου πεις, πόσες γυναίκες και πόσοι άντρες μένουν και εμμένουν σε σχέσεις όπου παίζουν μόνοι τους το παιχνίδι της αγάπης, άδροσα πλέον και συντηρητικά; Ναι, θα απαντήσω, είναι πολλές και είναι πολλοί. Όμως, αυτό συμβαίνει λόγω αδυναμιών, σοβαρών αδυναμιών. Τα άτομα αυτά συμβιβάζονται στη μίζερη δική τους αγάπη που δεν τα ποθεί όλα, αν είναι αγάπη αυτή που δεν σέβεται τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες τις ψυχής. Και υποπτεύομαι σοβαρά πως ο φόβος μοναξιάς μεγάλος και αδυσώπητος οδηγεί σε μία εν λευκώ σχέση ή ζωή. Ένας τρόμος κυριεύει τα έσω του καθένα που σκέφτεται την περίπτωση να βρεθεί μόνος, αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Ο κάθε άλλος που τον απασχολεί ακόμα και με το να μη τον αγαπά, με το να τον υποτιμά και του δυσκολεύει τη ζωή είναι μια πολύ εύκολη, βολική και αναγκαία λύση απέναντι στο φόβο να αντιμετωπίσει τα δικά του σκοτάδια, τον δικό του μικρό κόσμο, τον δικό του ελάχιστο εαυτό. Αυτός που τον πληγώνει με το να μην τον αγαπά, τον θλίβει βαθιά και τον απορροφά τόσο ώστε να απομακρύνεται από τον πυρήνα του και τη δύσκολη συνθήκη αυτοελέγχου του. Ο σκληρός και αδιάφορος άλλος γίνεται το εξιλαστήριο θύμα, ο πρόχειρος φταίχτης της δικής του ανέραστης και ακαλλιέργητης φύσης. Μόλις αντικρίσει τον κόσμο του γεμάτο βρωμιές και σκόνες θα χρειαστεί να τις καθαρίσει και αυτό είναι αδιαμφισβήτητα επίπονο. Η αναμόχλευση των έσω καθιστά αναγκαίες αλλαγές και κάθε αλλαγή του εαυτού γίνεται με μεγάλη προσπάθεια, πολλά δάκρυα, πολύ ιδρώτα και μεγάλο κόπο. Η αντίσταση που φέρει ο εγωισμός είναι ισχυρή δύναμη, ένας ανασταλτικός παράγοντας που όχι απλώς δεν τον εξελίσσει αλλά τελικά τον κρατάει στάσιμο. Κι όταν φορές ακούω αυτό το «δεν με αγαπάει» ή «δεν με αγαπάει όσο εγώ εκείνη», «δεν μου δείχνει την αγάπη του όπως έχω ανάγκη να τη νιώσω», σκέφτομαι το εξής: Είσαι, άραγε, άξιος αγάπης; Τι κάνεις για να σου αξίζει η απλή  αγάπη του άλλου; Τι κάνεις για να εμπνέεις έναν τέτοιον χείμαρρο να σκάσει πάνω σου και να σε δροσίσει;

Άλλοτε πάλι αυτοί που μένουν σε αγάπες που δεν τους επανατροφοδοτούν με κανέναν όμορφο τρόπο, είναι ασυνείδητα πεπεισμένοι πως μια τέτοια αγάπη φτωχή και μίζερη τους αξίζει. Έχουν μάθει να τους «αγαπούν» δίνοντάς τους ψίχουλα, να αρκούνται στα λίγα και χλιαρά και σε κάθε επόμενη σχέση θα ψάχνουν να βρουν ένα παρόμοιο μοτίβο αλληλεπίδρασης με άτομα χειριστικά ή αδιάφορα. Όταν έχει παγιωθεί μέσα στο άτομο μια τέτοια εικόνα εαυτού, δεν του επιτρέπει να νιώσει το πολύ που έχει να του προσφέρει κάποιος άλλος γιατί αυτό τον πνίγει, τον βρίσκει απροετοίμαστο. Μια τέτοια προσφορά δεν μπορεί να τη κρατήσει στα χέρια σου, του πέφτει βαρύ κι ασήκωτο φορτίο η άγνωστη γι’ αυτόν μέχρι τότε γλώσσα της αγάπης του πολύ.

Πόσο σκληρά ακούγονται όλα αυτά! Κι όμως είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αντικρίσει ο καθένας για να αντιμετωπιστεί. Ποιος, όμως, δεν έχει υπάρξει σε αυτή τη θέση κάποια στιγμή της ζωής του έστω και για λίγο; Η ανάγκη να λάβεις από συγκεκριμένα πρόσωπα που εσύ θέλεις, σε κάνει να απαιτείς και να προσπαθείς, να διεκδικείς όχι με θράσος αλλά με θάρρος. Ακόμα κι αυτό όμως έχει όριο. Κι εκεί ακριβώς έγκειται η σημασία της αυτογνωσίας. Σου ανοίγει τα μάτια και σε απομακρύνει από μη υγιείς σχέσεις, μονομερείς και ευάλωτες, σε οδηγεί σε επιλογές αγαπώμενων προσώπων με τα οποία μπορείς να ζήσεις βίο ευχαριστιακό, να απολαμβάνεις την αμφίδρομη σχέση της αγάπης και να πλησιάζεις τον σκοπό της ύπαρξής σου, το αριστοτελικό «τέλος» για να πεις πως λέγεσαι άνθρωπος!…

Δεν την υποτιμώ την δύναμη της αγάπης. Ακριβώς επειδή την θεωρώ πολύ ισχυρή, γι’ αυτό την αναγνωρίζω ως αγάπη μόνο όταν ποθεί να φωλιάζει σε δύο ψυχές, συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό που λένε ότι η αγάπη είναι θυσιαστική στο δικά μου αυτιά δεν ηχεί ως αγάπη-δούλα. Αγάπη θυσιαστική είναι εκείνη που αποχωρεί ήρεμα και διακριτικά, με κάθε προσωπικό κόστος και δεν διεκδικεί ανόητα αυτό που δεν υπάρχει για να της δοθεί. Δίνει χώρο και ελευθερία στον άλλο, και η ίδια ανοίγει και πλαταίνει. Αγάπη είναι αυτή που σέβεται την ξηρασία του άλλου για την ίδια  και με αξιοπρέπεια δεν τον ενοχλεί επαιτώντας αυτό που δεν υπάρχει για να της δοθεί. Ίσως είναι ανήθικα εγωιστική μια τέτοια αγάπη, αν είναι αγάπη! Αλλά και αγάπη που αρκείται με το να γεμίζει ψυχές που σαν τον πίθο των Δαναϊδων μένουν μονίμως άδειες γιατί είναι γεμάτες τρύπες, δεν είναι υπερβατική αλλά παθολογική. Η αγάπη η αληθινή και ανθρώπινη ποθεί την αυτονόητη ροή της από χωνί σε χωνί σαν άμμος σε κλεψύδρα που στριφογυρίζει συνέχεια και κρατάει μια ωραία ισορροπία. Και έτσι έχουμε ανάγκη να μάθουμε ακόμα και με λέξεις και ρωτάμε αυθόρμητα και γλυκά πριν κοιμηθούμε, όταν χαζεύουμε τηλεόραση ή μετά από καυγά: «μ’ αγαπάς;». Άλλωστε και ο ίδιος ο Ιησούς ρωτάει και ξαναρωτάει τόσο ανθρώπινα τον Πέτρο μετά την προδοσία και μετά την Ανάσταση: Πέτρο, μ’ αγαπάς; Πέτρο, μ’ αγαπάς; Πέτρο, μ’ αγαπάς;