Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος
Ιστορίες μιας σελίδας. Σελίδα 31
Αυτές τις διακοπές τις είχαν αποφασίσει εδώ και καιρό. Τώρα στο πλοίο γυρνούσαν δύο. Στην αρχή είχαν ξεκινήσει τρεις. Τον τρίτο δεν τον είχαν αφήσει σε κανένα χαντάκι. Μοιρασμένοι σε στρατόπεδα κολυμπούσαν τις πρώτες μέρες, κάναν ντουζ στο ένα μπάνιο με σειρά προτεραιότητας και μοιράζονταν δίκαια, σταγόνα-σταγόνα, το αντηλιακό. Μέχρι που τέλειωσε το ένα και μοναδικό μπουκάλι. Άρχισαν να αναζητούν σκιά και, όσες έβρισκαν, δεν τους χωρούσαν όλους. Κι όταν τους χωρούσε όλους, δεν τους χωρούσε ολόκληρους. Έριχναν κλήρο και ένας-ένας έκαιγε εκ περιτροπής το αριστερό του χέρι που του ‘ταν πιο άχρηστο. Όταν κοκκίνισε αυτό τόσο που δεν άντεχαν άλλο κάψανε και λίγο από τον ώμο. Έτσι, όμως, δεν μπορούσαν να κοιμούνται τα βράδια ήρεμοι και ο πιο αδύναμος ορίστηκε να βρέχει πετσέτες με δροσερό νερό και να τους τις ακουμπά όσο εκείνοι κοιμόντουσαν. Τρία βράδια κοιμήθηκαν ανακουφισμένοι, και εκείνος βρικολάκιαζε σε μια βρύση δίπλα που έσταζε τόσο αθόρυβα όσο χρειάζεται για να μην ξυπνήσει αυτούς που κοιμούνται στον ίδιο χώρο. Τα πόδια του έγιναν αργά, στις παραλίες πια ακολουθούσε απρόθυμα, και τον έπιαναν ξαφνικοί και παρατεταμένοι ύπνοι. Έτσι, δεν μάλωναν πια για τη σκιά, αφού παρατούσαν εκείνον να καίγεται χωρίς να αντιδρά. Οι πληγές από τα εγκαύματα άρχισαν να ανοίγουν και τα βράδια πλέον τον άφηναν να κοιμάται, αλλά στη βεράντα, όπου δεν έφτανε η μυρωδιά από το πύον που ‘χε ήδη αρχίσει να βγαίνει· και όταν ήρθε η μέρα να φύγουν, τον ξέχασαν εκεί, μαζί με έναν φορτιστή και ένα σαμπουάν για βαμμένα μαλλιά.