Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 32

Να τον ξεχάσει˙ σαν να μην έχουν κοιμηθεί στα ίδια σεντόνια. Μάταια έβαζε μπουγάδες να διώξει τη μυρωδιά του σώματος που ‘χε πλαγιάσει. Ήταν το απορρυπαντικό που ‘χε ταυτίσει μαζί του. Τα πήρε ένα βράδυ και τα ‘σκιζε σε λωρίδες˙ πρώτα με το ψαλίδι, μετά με τα χέρια. Τρία σετ χάλασε και κάθε μαξιλαροθήκη που μπορεί να είχε ακουμπήσει. Η μυρωδιά έμενε εκεί˙ κι όταν έβαλε τ’ απομεινάρια σε μαυρες σακούλες και τα πέταξε, αυτή πάλι επέμενε.

Άφησε όλη τη νύχτα τα παράθυρα ανοιχτά να ξεμυρίσει ενώ εκείνος κρύωνε χωρίς να ‘χει ένα σεντόνι να σκεπαστεί.

Σηκώθηκε τρεις φορές να κάνει εμετό, αηδιασμένος απ’ αυτό που μύριζε και που δεν έλεγε να φύγει.

Γέμισε έναν κουβά με νερό, διέλυσε χλωρίνη κι άρχισε να καταβρέχει κάθε επιφάνεια.

Δυο μέρες γέμιζε κουβάδες να βρέξει κάθε τι μέσα στο σπίτι. Δυο βράδια δεν τον πήρε ο ύπνος. Κάτω από την ξινίλα της χλωρίνης αυτή η γνώριμη μυρωδιά που δεν μπορούσε να καλυφθεί τον αηδίαζε περισσότερο.

Έβαλε στόχο τον κάδο κάτω από το μπαλκόνι και πέταξε σχεδόν ένα νοικοκυριό μέσα σε δύο ώρες.

Στο άδειο σαλόνι έβλεπε τους τοίχους κενούς να ξερνούν αυτή τη γνώριμη μπόχα.

Πήρε ένα μαχαίρι και άρχισε να ξύνει την μπογιά, κι αυτή έφευγε φλούδες από τα ντουβάρια. Κι όταν τα δόντια του μαχαιριού φαγώθηκαν συνέχισε με τα νύχια του, να βγάζει χρώμα και σοβά.

Τώρα ήταν το αίμα του που μύριζε.