Απόσπασμα από το βιβλίο: «Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας»

Η απώθηση μιας βίαιης κακοποίησης που συνέβη στην παιδική τους ηλικία οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο να καταστρέφουν τη ζωή τους και τις ζωές άλλων. Καίνε σπίτια αλλοδαπών, γίνονται εκδικητικοί και, επιπλέον, όλα αυτά τα ονομάζουν «πατριωτισμό». Έτσι κρύβουν την αλήθεια από τον εαυτό τους για να μη νιώσουν την απελπισία που ένιωθε κάποτε το βασανισμένο παιδί που υπήρξαν.

Κάποιοι άλλοι συνεχίζουν τα μαρτύρια που κάποτε τους επέβαλαν συμμετέχοντας ενεργά σε ομάδες που τα μέλη τους βασανίζουν άλλους ή τον εαυτό τους, σε ομάδες δηλαδή που επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικές πρακτικές. Αυτές τις δραστηριότητες τις θεωρούν «απελευθέρωση». Γυναίκες που τρυπούν τις θηλές τους για να κρεμάσουν κρίκους ποζάρουν μετά σε φωτογραφίες εφημερίδων και δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι όχι μόνο δεν ένιωσαν πόνο όταν το έκαναν, αλλά το ευχαριστήθηκαν κιόλας. Δεν χρειάζεται ν’ αμφιβάλλουμε για την αλήθεια των δηλώσεών τους. Χρειάστηκε να μάθουν πολύ νωρίς στη ζωή τους να μη νιώθουν πόνο. Και τι δεν θα έκαναν σήμερα μόνο και μόνο για να μη νιώσουν τον πόνο του μικρού κοριτσιού που, αν και κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πατέρα του, έπρεπε να φαντάζεται ότι αυτό ήταν διασκεδαστικό.

Μια γυναίκα που κακοποιήθηκε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί, αλλά αρνείται αυτή την πραγματικότητα της παιδικής της ηλικίας και έχει μάθει να μη νιώθει πόνο, δραπετεύει διαρκώς από το παρελθόν της χρησιμοποιώντας τις σχέσεις της με τους άντρες, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά ή τα επαγγελματικά επιτεύγματα. Χρειάζεται συνεχώς έντονες συγκινήσεις για να μη νιώθει πλήξη. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε μια στιγμή ηρεμίας, κατά την οποία μπορεί να νιώσει την πυρακτωμένη μοναξιά της εμπειρίας που έζησε ως παιδί, επειδή φοβάται αυτό το συναίσθημα περισσότερο και από τον ίδιο το θάνατο. Θα συνεχίσει τη φυγή της, εκτός κι αν έχει την τύχη να καταλάβει ότι η αναβίωση και η συνειδητοποίηση των παιδικών συναισθημάτων δεν σκοτώνουν, αλλά απελευθερώνουν. Άλλωστε, αυτό που πολύ συχνά σκοτώνει είναι η άμυνα ενάντια στα συναισθήματα, αντίθετα, η συνειδητή αναβίωσή τους μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια.

Η απώθηση του πόνου της παιδικής ηλικίας δεν καθορίζει μόνο τη ζωή του κάθε ατόμου αλλά και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στις βιογραφίες των διασημοτήτων. Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε τις βιογραφίες διάσημων καλλιτεχνών, έχουμε την εντύπωση ότι η ζωή τους άρχισε περίπου στην εφηβεία. Πριν από εκείνη την περίοδο λένε συνήθως ότι είχαν μια «ευτυχισμένη», «χαρούμενη » ή «χωρίς προβλήματα» παιδική ηλικία ή ότι η παιδική τους ηλικία ήταν «γεμάτη στερήσεις» ή «γεμάτη ενδιαφέροντα ». Όμως, πώς ακριβώς ήταν η παιδική ηλικία ενός συγκεκριμένου ατόμου δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν – λες και δεν είναι κρυμμένες στην παιδική του ηλικία οι ρίζες ολόκληρης της ζωής του. Θα ήθελα αυτό να το δείξω πιο καθαρά με ένα απλό παράδειγμα: Ο Χένρυ Μουρ περιγράφει στα απομνημονεύματά του ότι, όταν ήταν μικρό παιδί, είχε το προνόμιο να κάνει μασάζ στην πλάτη της μητέρας του με κάποιο λάδι για ρευματισμούς για να την ανακουφίζει από τους πόνους. Διαβάζοντάς τα βρήκα ξαφνικά ένα δικό μου τρόπο πρόσβασης στα γλυπτά του Μουρ. Στις τεράστιες, μισοξαπλωμένες γυναίκες με τα μικρά κεφάλια έβλεπα τη μητέρα μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, το οποίο, λόγω της προοπτικής, βίωνε το κεφάλι της ως μικρότερο και την πλάτη της ως απίστευτα μεγεθυμένη. Αυτή η ερμηνεία μπορεί να μην έχει καμιά σημασία για πολλούς κριτικούς τέχνης, αλλά σ’ εμένα δείχνει αφενός για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπειρίες ενός παιδιού μπορούν να παραμείνουν κρυμμένες στο ασυνείδητό του και αφετέρου με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορούν να εκφραστούν όταν ο ενήλικας νιώσει ότι είναι σε θέση να τις αφήσει να βγουν στην επιφάνεια. Βεβαίως, αυτή η ανάμνηση του Μουρ δεν αφορά ένα τραυματικό γεγονός και έτσι αναδύεται άθικτη. Αντίθετα, οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας παραμένουν στο σκοτάδι.

Στο σκοτάδι

Στο παρελθόν διερωτόμουν αν θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε το μέγεθος της μοναξιάς και της απομόνωσης που ζήσαμε όλοι μας ως παιδιά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό. Εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν αναφέρομαι στα παιδιά που εμφανώς δεν τα φρόντιζαν ή τα είχαν πλήρως εγκαταλείψει και τα οποία πάντα το συνειδητοποιούσαν ή τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν γνωρίζοντας πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν θεραπεία με την πεποίθηση (με την οποία άλλωστε μεγάλωσαν) ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι. Αυτοί οι ασθενείς είχαν πολλές δυνατότητες και ταλέντα για τα οποία τους επαινούσαν και τους θαύμαζαν, είχαν μάθει να χρησιμοποιούν την τουαλέτα από το πρώτο έτος της ζωής τους και μπορεί ακόμα, όταν ήταν μεταξύ ενάμισι και πέντε ετών, να φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους.

Οι περισσότεροι γύρω μας πιστεύουν ότι αυτοί οι άνθρωποι -τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους- θα πρέπει να έχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτοπεποίθηση. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Τα πάνε καλά, συχνά πολύ καλά, σε οτιδήποτε κάνουν, οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ζηλεύουν και είναι επιτυχημένοι όποτε θέλουν να είναι – αλλά πίσω απ’ όλα αυτά παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης από τον ίδιο τους τον εαυτό και μια αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα. Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα έρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δεν βρίσκονται «στην κορυφή », που δεν είναι οι αναμφισβήτητοι «πρωταγωνιστές» ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν’ ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε κάποια ιδεατή εικόνα ή σε κάποια πρότυπα. Τότε βασανίζονται από άγχος ή από βαθιά αισθήματα ενοχής και ντροπής. Γιατί αναστατώνονται όμως τόσο πολύ αυτοί οι ικανοί και προικισμένοι άνθρωποι;

Στην πρώτη συνέντευξη θα πουν στο θεραπευτή τους ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δύο. Αν έχουν επίγνωση του ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, νιώθουν πως το σφάλμα ήταν δικό τους και πως οφειλόταν στη δική τους ανικανότητα να εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται τις πρώτες τους αναμνήσεις χωρίς να εκδηλώνουν την παραμικρή συμπάθεια για το παιδί που υπήρξαν κάποτε.

Αυτό δε που είναι αληθινά εκπληκτικό είναι το ότι αυτοί οι ασθενείς όχι μόνο έχουν μια πολύ μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται, ως ένα βαθμό, ότι μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους. Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της δικής τους παιδικής ηλικίας έχει μπλοκαριστεί, και αυτά που τη χαρακτηρίζουν είναι η έλλειψη σεβασμού, ο καταναγκασμός τους να έχουν τον έλεγχο και να επηρεάζουν τις καταστάσεις, καθώς και η απαίτησή τους να έχουν πάντα επιτυχίες. Πολύ συχνά φαίνεται να περιφρονούν, να ειρωνεύονται, ακόμα και να περιγελούν και ν’ αντιμετωπίζουν με κυνισμό το παιδί που υπήρξαν κάποτε. Σε γενικές γραμμές δηλαδή τους λείπει εντελώς η πραγματική συναισθηματική κατανόηση ή η σοβαρή εκτίμηση των μεταστροφών της παιδικής τους ηλικίας και, τελικά, δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις πραγματικές τους ανάγκες – πέρα από την επιθυμία τους για επιτεύγματα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία σε τέτοιο βαθμό που μπορούν εύκολα να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν καλή.

Ως βάση για την περιγραφή του ψυχικού κλίματος αυτών των ατόμων θα πρέπει να διατυπώσουμε κάποιες γενικές προϋποθέσεις: Από τις πρώτες μέρες της ζωής του το παιδί έχει μια πρωταρχική ανάγκη να το αναγνωρίζουν και να το σέβονται γι’ αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Όταν λέμε «γι’ αυτό που είναι πραγματικά κάθε συγκεκριμένη στιγμή», αναφερόμαστε στα συναισθήματα και στις αισθητηριακές αντιλήψεις του παιδιού, καθώς και στον τρόπο που εκφράζονται από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής του. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεβασμού και ανεκτικότητας για τα συναισθήματά του το παιδί, στη φάση του αποχωρισμού, θα μπορέσει προοδευτικά ν’ αποστασιοποιηθεί από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του και να κάνει τα απαραίτητα βήματα προς την κατεύθυνση της εξατομίκευσης και της αυτονομίας. Αν και οι γονείς έχουν μεγαλώσει μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, τότε μπορούν να παρέχουν πιο εύκολα στο παιδί τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υγιή ανάπτυξή του. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να εξασφαλίσουν στο παιδί την προστασία αλλά και τη συναισθηματική σιγουριά που του είναι απαραίτητες προκειμένου να νιώσει εμπιστοσύνη. Οι γονείς που ως παιδιά δεν έζησαν σε ένα τέτοιο κλίμα είναι και οι ίδιοι στερημένοι και σε όλη τους τη ζωή θα συνεχίζουν ν’ αναζητούν εκείνο που δεν μπόρεσαν να τους δώσουν οι δικοί τους γονείς τότε που έπρεπε – την παρουσία ενός ατόμου που θα τους καταλάβαινε, θα τους κατανοούσε και θα τους έπαιρνε στα σοβαρά.

Βεβαίως, η αναζήτηση αυτή δεν μπορεί ποτέ να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία γιατί συνδέεται με μια κατάσταση που ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν και, πιο συγκεκριμένα, με την εποχή αμέσως μετά τη γέννηση και με τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Αυτή η ανικανοποίητη και ασυνείδητη (επειδή είναι απωθημένη) ανάγκη μπορεί να εξαναγκάσει ένα άτομο να επιδιώξει την ικανοποίησή της με υποκατάστατους τρόπους εφόσον αγνοεί την απωθημένη ιστορία της ζωής του. Για κάθε γονέα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ικανοποίησης μέσω της υποκατάστασης είναι τα ίδια του τα παιδιά. Το νεογέννητο ή το μικρό παιδί εξαρτάται απόλυτα από τους γονείς του και, εφόσον η φροντίδα τους είναι ουσιαστική για την επιβίωσή του, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην τους χάσει. Από την πρώτη κιόλας μέρα θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει για να το καταφέρει, όπως κάνει ένα μικρό φυτό που στρέφεται προς τον ήλιο για να επιβιώσει.

Στην εικοσαετή ενασχόλησή μου με ανθρώπους που ασχολούνταν επαγγελματικά με την παροχή βοήθειας σε άλλους ανθρώπους έχω συναντήσει συχνά μια συγκεκριμένη ιστορία παιδικής ηλικίας, που προσωπικά θεωρώ πως έχει ιδιαίτερη σημασία: Υπήρχε μια μητέρα που ήταν κατά βάθος συναισθηματικά ανασφαλής και για την ισορροπία της στηριζόταν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς του παιδιού της. Αυτή η μητέρα μπορούσε να κρύβει την ανασφάλειά της από το παιδί της, αλλά και από οποιονδήποτε άλλο, πίσω από ένα σκληρό, αυταρχικό, ακόμα και δεσποτικό προσωπείο. Το παιδί είχε μια εκπληκτική ικανότητα ν’ αντιλαμβάνεται και ν’ ανταποκρίνεται διαισθητικά, δηλαδή ασυνείδητα, σε αυτή την ανάγκη της μητέρας του, ή και των δύο γονέων του, και να υποδύεται το ρόλο που ασυνείδητα του είχαν αναθέσει. Αυτός ο ρόλος εξασφάλιζε στο παιδί την «αγάπη» των γονέων – αλλά και την εκμετάλλευσή του από τους γονείς του. Το παιδί ένιωθε ότι το είχαν ανάγκη, και η ανάγκη αυτή διασφάλιζε την ύπαρξή του.

Αυτή η ικανότητα προσαρμογής κάποιων παιδιών αναπτύσσεται και τελειοποιείται σταδιακά. Τα παιδιά αυτά αργότερα όχι μόνο συμπεριφέρονται σαν μητέρες στις μητέρες τους (γίνονται δηλαδή έμπιστοι φίλοι, παρηγορητές, σύμβουλοι, υποστηρικτές), αλλά αναλαμβάνουν επίσης, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την ευθύνη των άλλων αδελφών τους. Έτσι αναπτύσσουν τελικά μια ειδικού τύπον ευαισθησία στα ασυνείδητα σήματα με τα οποία εκδηλώνονται οι ανάγκες των ανθρώπων γύρω τους. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το ότι συχνά επιλέγουν να γίνουν αργότερα ψυχοθεραπευτές. Ποιος άλλος, άλλωστε, που δεν θα είχε τέτοιο ιστορικό θα μπορούσε να δείξει τόσο ενδιαφέρον, ώστε να περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τι συμβαίνει στο ασυνείδητο των άλλων ανθρώπων; Όμως, η ανάπτυξη και η τελειοποίηση αυτής της ειδικού τύπου ευαισθησίας -που κάποτε βοήθησε το παιδί να επιβιώσει και τώρα επιτρέπει στον ενήλικα ν’ ακολουθήσει κάποιο από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας- εμπεριέχουν επίσης τις ρίζες της συναισθηματικής διαταραχής του. Αν δηλαδή ένας θεραπευτής δεν έχει συνειδητοποιήσει τη δική του απώθηση, μπορεί να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει τους ασθενείς του, οι οποίοι εξαρτώνται από αυτόν, ως υποκατάστατα για τις ακάλυπτες ανάγκες του.


Βιβλιογραφία

Miller, A. (2003). Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας ή Το δράμα του προικισμένου παιδιού. Αθήνα: Ροές.