Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Δεν έχει σημασία από πού εκπέμπω. Ποιος είναι τόπος (α)κατοικίας μου, ποια χώρα με έχει υιοθετήσει μετά βίας, σε ποιας πόλης με σπρώχνω τους δρόμους, εγώ αστικό σαλιγκάρι, ποια γειτονιά με παρηγορεί τα απογεύματα και τι αντικρίζω τα βράδια, το πρώτο πράγμα που βλέπω, πριν κοιμηθώ, σαν στρέφω το κεφάλι μου από το ανοιχτό παράθυρο για το τελευταίο τσιγάρο, εκείνο της καληνύχτας, πριν προσγειωθώ στην συνθετική αγκαλιά του μαξιλαριού μου. Να ξέρεις όμως εσύ, ότι κοιτάζω σ’ ένα βενζινάδικο με φωτεινή πρασινοκίτρινη λεζάντα, η οποία τυλίγει ως μετόπη καταναλωτικού ναού, ένα γύρω, το μεταλλικό στέγαστρο με το σκουριασμένο χιαστί ατσάλινο σκελετό. Από κάτω τρεις σειρές βενζιναντλίες, ιερά ξόανα, δημιουργούν δυο διαδρόμους των δύο μέτρων η κάθε μία και μια καφετέρια που ξεφουρνίζει στους διερχομένους αυτοκινητιστές και στους τρεις ηλικιωμένους θαμώνες, φίλους του ιδιοκτήτη, σκονισμένα κρουασάν, καφέ κάτουρο από την υπό δοκιμή νεαρή υπάλληλο και αναθυμιάσεις οκτανίων. Δεν έχει σημασία η πόλη. Δεν έχουν σημασία οι γεωγραφικές συντεταγμένες σε παράθεση. Ακόμα κι αν προσπαθήσεις να συντονιστείς, να αλλάξεις ρότα, να ανακαλύψεις την κούνια αυτών των λέξεων όπως λικνίζονται στο κεφάλι σου, θα δείξουν το στίγμα βυθογραφικού σόναρ να αναβοσβήνει στην πόλη που μένεις, μέσα στο ίδιο το μυαλό σου. Κάπου τις έχεις συναντήσει αυτές τις εικόνες, τις ίδιες μυρωδιές. Κάπου εγώ σου φαίνομαι οικείος κι αδερφός. Συναντιόμαστε κι έπειτα ο καθένας σηκώνεται κι ακολουθεί άλλη πορεία. Να ξέρεις όμως πάλι πως εδώ, όπως κι από εκεί από την άλλη πλευρά της Αδριατικής, οι μέρες τις περισσότερες φορές σηκώνονται βαριεστημένες από τα σκεπάσματά τους, τεντώνονται αλλά στο τέλος δεν το αποφασίζουν και ανακαθίζονται στο στρώμα βαριές και κατσούφες για ώρες. Νωχελικές με μία δόση δειλίας και αναβλητικότητας, βρεγμένες από το πρωινό πούσι και την ομίχλη. Μια υγρή αχλή, που όταν αποφασίσει να εξατμιστεί και να αφήσει ελεύθερο το μάτι σου να χαθεί, έχει ήδη μεσημεριάσει για τα καλά. Έχει φύγει η μισή μέρα. Μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα που φοράς, να χάσουν μισό βάρος από την υγρασία που είχε καθιζάνει στους ώμους και να σιδερωθούν τα κόκαλα, εσύ έχεις χάσει πια τον πρώτο ενθουσιασμό μια τυχαίας καλημέρας από τον εραστή, τον συγκάτοικο, τον ψιλικατζή, αυτόν που διαθέτεις κατά ή όχι τα ειωθότα σου.
Ρεπό. Γραμμή του αστικού. Κυκλική. Ανεβαίνει την περιφερειακή με κατεύθυνση το μικρό εμπορικό κέντρο της επαρχιακής πόλης. Ο οδηγός φυγοκεντρίζει επίμονα τους τέσσερις όλους κι όλους επιβάτες. Φαίνεται να θέλει να μας ξεφορτωθεί. Βαραίνουμε στον άξονα. Στις ανά τριακόσια μέτρα στάσεις, φυτεμένες σα ραπανάκια, ανεβαίνουν κι άλλοι μοναχικοί, άνεργοι, ξένοι, ντόπιοι, αλλά οι Δευτέρες, όπως όλες οι Δευτέρες σε κάθε γωνιά του κόσμου, ξερνούν κορμιά, ανεβοκατεβάζουν κόσμο, τον κάνουν πιο καθημερινό και γκρίζο απ’ ό,τι είναι, τον χρωματίζουν με νοθευμένο κάρβουνο. Όλοι μοιάζουμε μεταξύ μας. Έτσι κι εδώ σε αυτό το λεωφορείο της σχόλης μου απομένουμε πάντα τέσσερις, ακολουθώντας αυτό το φυσικό νόμο της Δευτέρας. Το φθινόπωρο μας χλομιάζει. Κρεμιόμαστε διψασμένοι μόνο από τις λάμπες χαμηλής κατανάλωσης που μας σπέρνουν φθόριο, το μάννα και το ωσαννά μας. Στο τέλος συνηθίζουμε, επαίτες, να ζούμε με το λίγο.
Νυστάζω ακόμα. Μου φέρνει υπνηλία η διπλή δόση μελατονίνης που έχω πάρει την προηγούμενη νύχτα, το κόλλημα στις λέξεις σου και στις παλιές υποσχέσεις, στο γιατί να μην ήσουν διαφορετικός. Κάπως, όχι εντελώς, έστω λίγο. Δεν έχω πια τέτοιες απαιτήσεις. Μου πήρες κομμάτια κι μ’ έκανες ανάπηρο. Μου ‘χουν μείνει κατακάθια εμμονών, όπως συμβαίνει στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, που στριφογυρίζει το μυαλό τους στις ίδιες λέξεις, αναμασήματα συμβόλων, πρώτες λέξεις από επεξηγηματικό αλφαβητάρι. Ο αυτισμός μου γίνεται αντιληπτός πια κι ας έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος. Παίρνω ξανά θέση στο κάθισμα, σκληραίνω σε έκφραση, σκοτεινιάζω πατόκορφα, απορροφώ σα σφουγγάρι τις τοξίνες που εκπέμπει η μπροστινή μου συνταξιδιώτης που μιλάει σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Έχω την υποψία ότι με περιπαίζει. Η ιστορία μου, προφανώς, έχει κυκλοφορήσει. Νοιώθω ευάλωτος και αναπτύσσω ταχέως άμυνες αγκινάρας. Αποφασίζω τούδε και στο εξής να με αλλάξω, να γίνω λιγότερο προσιτός στον κόσμο, εκμαγείο γύψου. Να διατηρήσω συναισθηματικές αποστάσεις, ν’ ανέβω σε Ιμαλάια.
Έσπασα όμως στην επόμενη στάση. Ρίψασπις σε ρήσεις οργής. Στο απότομο φρενάρισμα του απρόσεχτου οδηγού, στο άνοιγμα της μπροστινής πόρτας, στη θέα ενός πολύχρωμου παπαγάλου, με μπλε ανταύγειες σε μαλλιά κομμένα κοντά. Χτύπησε το εισιτήριο και όλους μας, έναν προς έναν, μας κέρασε με χαμόγελο. Μας κατάπιε μια διαφορετική Γοργώ, με γλώσσα που προέβαλλε έξω από το στόμα, μια αποτροπαϊκή θεότητα στα προβλήματά μας. Με κοντό λαιμό βουλιαγμένο άτσαλα στους άνισους ώμους μας κουβάλησε μέχρι το τέρμα στις πλάτες. Στο ανοιχτό στόμα της, στο διαταραγμένο σχήμα της οδοντοστοιχίας μασήθηκαν η αντίστασή μας και οι κάλπικές μας άμυνες. Αφεθήκαμε σιγουρεμένα νήπια που ξυπνούν από εφιάλτη στα κοντά της χέρια. Στα μικρά της αυτιά της ψιθυρίσαμε πόσο φοβόμαστε κατά βάθος και πόσο λάθος μας φαίνονται όλα. Μας απάντησε πως όλα θα φτιάξουν αν το θελήσουμε και μας το σιγούρεψε με τα μάτια της που μόνιμα, εκ γενετής, γυρίζουν προς τα πάνω και βλέπουν συνέχεια ουρανό. Εμπιστευτήκαμε την αστάθεια των ποδιών της. Κρυφτήκαμε στα σκοτεινά της ασημί τσάντας της από απομίμηση κινέζικου εργαστηρίου. Βρήκαμε τον πλούτο στο πορτοφόλι της και ήπιαμε από το ανοιγμένο μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό, σπάσαμε τη νηστεία μας και βάλαμε στο στόμα, πρώτη φορά από τα παιδικά μας χρόνια, καραμέλα. Διώξαμε έτσι τη στιφάδα στον ουρανίσκο και στην καρδιά μας. Πήρα χρώματα και απέκτησα εμπιστοσύνη ξανά στο ανθρώπινο είδος. Όχι σε εσένα ούτε βέβαια σ’ εμένα. Μας βρίσκω λίγους, κουφούς και τυφλούς, συναισθηματικά μη αρτιμελείς.
Κατεβήκαμε όλοι στο τέρμα. Την ακολούθησα από πίσω μέχρι την είσοδο του εμπορικού κέντρου. Δίστασα αλλά με έτρωγε η επιθυμία να πω: «Μην αλλάξεις ποτέ εσύ. Εμείς πρέπει να αλλάξουμε. Μικρή μου, όλοι έχουμε δικαίωμα σε σύνδρομο Down».