Άρθρο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη
Φιλόλογος


Η διπολική διαταραχή, γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη είναι μία ψυχική συναισθηματική διαταραχή που υπάγεται στο ψυχωτικό φάσμα και χαρακτηρίζεται από επεισόδια μανίας και κατάθλιψης, συνοδευόμενα πολλές φορές από ψυχωτικά συμπτώματα κατά τα οποία ο ασθενής βιώνει διαστρεβλωμένα την πραγματικότητα. Η μανία -παθολογική ευφορία- και η κατάθλιψη -παθολογική θλίψη- αποτελούν τους δύο πόλους της διάθεσης, γι’ αυτό και η διαταραχή ονομάζεται διπολική.

Ο επιπολασμός της ασθένειας στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται περίπου στο 1-2%.  Είναι το ίδιο συχνή σε άνδρες και γυναίκες και μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο συνήθως εμφανίζεται στη νεαρή ενήλικη ζωή.

Τα ακριβή αίτια της διπολικής διαταραχής παραμένουν, όπως συμβαίνει συχνά στην περίπτωση των ψυχικών ασθενειών, άγνωστα. Υπάρχουν διάφορες μελέτες που διερευνούν το βιολογικό, νευροενδοκρινολογικό υπόβαθρο καθώς και γενετικές μελέτες, οι οποίες έχουν δείξει πολλές χρωμοσωμικές περιοχές και υποψήφια γονίδια που φαίνεται να σχετίζονται με την ανάπτυξη της διπολικής διαταραχής, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι συνεπή. Ο ρόλος της κληρονομικότητας πάντως φαίνεται  σημαντικός. Ψυχοπιεστικές ή βλαπτικές για την υγεία του οργανισμού συνήθειες (πχ. χρήση ουσιών, έλλειψη ύπνου) μπορεί να επιδράσουν ως εκλυτικοί παράγοντες σε άτομα με βιολογική προδιάθεση. Το στρες, ψυχικό ή σωματικό, ιδίως όταν είναι ισχυρό ή παρατεταμένο, αυξάνει την πιθανότητα απώλειας των αυτορρυθμιστικών μηχανισμών του εγκεφάλου και αποδιοργάνωσης της ομαλής λειτουργίας του. Σύμφωνα με μία υπόθεση, όταν οι άνθρωποι που έχουν γενετική προδιάθεση προς την διπολική διαταραχή βιώνουν στρεσογόνα γεγονότα, το όριο του στρες στο οποίο συμβαίνουν οι αλλαγές της διάθεσης γίνεται σταδιακά χαμηλότερο, μέχρι τα επεισόδια τελικά να ξεκινούν χωρίς προειδοποίηση μέσω διαφοροποιήσεων στον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων.

Η πορεία της ασθένειας περιλαμβάνει μανιακά ή τουλάχιστον υπομανιακά, ενίοτε καταθλιπτικά επεισόδια, αλλά και περιόδους ανάκαμψης. Μεταξύ δηλαδή των επεισοδίων μανίας και κατάθλιψης τα άτομα που πάσχουν από διπολική διαταραχή παρουσιάζουν “νορμοθυμία”, κανονική διάθεση που παρουσιάζει φυσιολογικές διακυμάνσεις και εναλλαγές, ανάλογες των βιωμάτων τους. Ο αριθμός των επεισοδίων ποικίλει και κυμαίνεται από ένα μανιακό μέχρι πολλαπλά μανιακά και καταθλιπτικά επεισόδια. Σε κάποιους ασθενείς υπερέχουν τα επεισόδια μανίας και σε άλλους τα επεισόδια κατάθλιψης, ενώ σε κάποιους ασθενείς τα δύο είδη επεισοδίων εμφανίζονται με την ίδια περίπου συχνότητα.

Η διάγνωση της διπολικής διαταραχής βασίζεται στο ιστορικό του ασθενή και στη συμπτωματολογία του, κυρίως ως προς το συναίσθημα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Είναι σημαντικό ο ασθενής να εξεταστεί σε βάθος χρόνου και όχι βάσει απλής παρατήρησης μίας περιόδου. Η ύπαρξη ενός και μόνο επεισοδίου μανίας αρκεί για τη διάγνωση της ασθένειας. Πριν την επιβεβαίωση της διάγνωσης οφείλουμε να αποκλείσουμε οργανικά αίτια ή χρήση ουσιών, που θα οδηγούσαν σε ανάλογη συμπτωματολογία.

Ο όρος “μανία” προέρχεται από το ουσιαστικό “μένος”, που σημαίνει “δύναμη, ορμή, πάθος” και η λέξη στην ιατρική ορολογία δε χρησιμοποιείται με τη σημασία της καθομιλουμένης. Η ευφορία είναι το χαρακτηριστικό συναίσθημα στη φάση της μανίας και ξεπερνά τα όρια του φυσιολογικού, συνοδευόμενη από ορισμένα από τα ακόλουθα συμπτώματα. Ένα υπομανιακό επεισόδιο μπορεί να περιλαμβάνει τα ίδια συμπτώματα σε πιο ελαφριά μορφή:

  • Ανεβασμένη ή δυσφορική διάθεση.
  • Υπερβολική αυτοπεποίθηση ή αίσθημα μεγαλείου όσον αφορά την ταυτότητα, τις ικανότητες, την αποδοχή.
  • Παρορμητική ή επιθετική συμπεριφορά.
  • Εκνευρισμό, ανησυχία, ευερεθιστότητα.
  • Περιορισμένη κριτική ικανότητα.
  • Μειωμένη ανάγκη ύπνου.
  • Λογόρροια ή πίεση λόγου, χάλαση του ειρμού.
  • Υπερδιέργεση σκέψης, ιδεοφυγή.
  • Αδυναμία συγκέντρωσης, διάσπαση προσοχής.
  • Αυξημένη ενέργεια, δραστηριότητα, κοινωνικότητα.
  • Αυξημένη ενέργεια και ενασχόληση με θετικές ή και επικίνδυνες δραστηριότητες.
  • Αυξημένη libido, σεξουαλική υπερδραστηριότητα.

            Για να τεθεί η διάγνωση ενός καταθλιπτικού επεισοδίου πρέπει ο ασθενής να εμφανίζει ορισμένα από τα ακόλουθα συμπτώματα:

  • Πεσμένη διάθεση, αίσθημα θλίψης, αίσθμα κενού.
  • Ανηδονία, απάθεια.
  • Μείωση δραστηριοτήτων και ενδιαφερόντων.
  • Διαταραχές της όρεξης με μείωση ή αύξηση σωματικού βάρους.
  • Διαταραχή ύπνου (μείωση η αύξηση).
  • Κόπωση, έλλειψη ενέργειας.
  • Αδυναμία συγκέντρωσης.
  • Αίσθημα ενοχής ή αναξιότητας.
  • Έλλειψη αυτοπεποίθησης.
  • Αυτοκτονικός ιδεασμός, απόπειρες αυτοκτονίας.

Η θεραπεία της διπολικής διαταραχής είναι φαρμακευτική και στόχος της είναι η σταθεροποίηση της εγκεφαλικής λειτουργίας σε ομαλά επίπεδα. Δύο είναι οι βασικές κατηγορίες φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται: α) τα αντιψυχωτικά (αριπιπραζόλη, ζιπρασιδόνη, κουετιαπίνη, ολανζαπίνη, ρισπεριδόνη, αμισουλπρίδη, ασεναπίνη) και β) οι σταθεροποιητές της διάθεσης (λίθιο, βαλπροϊκό νάτριο, λαμοτριγίνη, καρβαμαζεπίνη). Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό συνήθως με σταθεροποιητές διάθεσης, με σκοπό την αποφυγή της μετατροπής σε υπομανία ή μανία (το λεγόμενο switch). Παράλληλα υπάρχουν ψυχοκοινωνικές-ψυχοθεραπευτικές θεραπείες, οι οποίες δίνουν έμφαση στην ψυχοεκπαίδευση του ασθενή, στην τακτική παρακολούθηση της διάθεσης, καθώς και στην συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή. Ο συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας ενισχύει τη λειτουργικότητα και βελτιώνει την ποιότητα ζωής, τόσο του ασθενή, όσο και του περιβάλλοντός του.

Κατά τη φάση της νορμοθυμίας οι ασθενείς αντιμετωπίζουν συχνά τον πειρασμό να διακόψουν τη θεραπεία. Δυστυχώς η διπολική διαταραχή έχει την τάση να υποτροπιάζει και η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής οδηγεί στην επανεμφάνιση ψυχοπαθολογίας. Οι υποτροπές είναι “τοξικές” για τον εγκέφαλο και προκαλούν βλάβες, οι οποίες σταδιακά αποκαθίστανται σε μικρότερο βαθμό, αφήνοντας υπολειπόμενη συμπτωματολογία με μόνιμα ελλείμματα των γνωστικών λειτουργιών. Επίσης, όσο η νόσος αποκτά χρονιότητα, τα επεισόδια είναι ανθεκτικότερα στη φαρμακευτική αγωγή.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η έγκαιρη αντιμετώπιση των επεισοδίων, η οποία καθίσταται ευκολότερη, μέσω της ψυχοεκπαίδευσης τόσο του ασθενούς όσο και του περιβάλλοντός του σχετικά με τα πρόδρομα συμπτώματα. Στην περίπτωση ενός μανιακού ή υπομανιακού επεισοδίου, πρόδρομα συμπτώματα ενδέχεται να είναι οι διαταραχές του ύπνου (αϋπνία), η ευερεθιστότητα και η ένταση των συναισθημάτων, μια αύξηση των ιδεών και των σχεδίων που κάνει το άτομο, διαταραχές στη συγκέντρωση, επιτάχυνση του λόγου, αυξημένα χρηματικά έξοδα, αυξημένη κοινωνικότητα, καβγάδες κ.α. Στην περίπτωση ενός καταθλιπτικού επεισοδίου αντίθετα, πρόδρομα συμπτώματα θεωρούνται η κόπωση, η έλλειψη συγκέντρωσης, η έλλειψη κινήτρων και ενέργειας, οι τάσεις απομόνωσης, τα μειωμένα ενδιαφέροντα, η αύξηση του άγχους, η αναβολή εργασιών κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αναζητηθεί άμεσα η βοήθεια ενός ψυχιάτρου.

Το σημαντικό είναι ότι με την κατάλληλη αγωγή και στήριξη, οι ασθενείς με διπολική διαταραχή μπορούν να έχουν μία καλή πορεία και να λειτουργούν ικανοποιητικά στον επαγγελματικό και κοινωνικό τους χώρο.


Προτεινόμενη Bιβλιογραφία

Mondimore, F. M. (2014). Bipolar disorder: A guide for patients and families. JHU Press.

Post, R. M. (1992). Transduction of psychosocial stress into the neurobiology of recurrent affective disorder. The American journal of psychiatry149(8), 999.

Woolf, V. (2008). Πώς είναι να είσαι άρρωστος, Εκδόσεις Κοινός Τόπος Ψυχιατρικής, Νευροεπιστημών & Επιστημών του Ανθρώπου.