Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Η Λιζέτα έχει χαθεί εδώ και μέρες. Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε ένα βράδυ μετά τη δουλειά, θα πηγαίναμε σε ένα μπαρ Τσέχων που τα βράδια παίζει πιάνο ο ιδιοκτήτης και βυθίζεται στους ήχους των πλήκτρων που ο ίδιος φλερτάρει. Είχαμε πάει αρκετές φορές εκεί όταν δε θέλαμε να μοιραστούμε τα νέα μας αλλά να απολαύσουμε μαζί τους ήχους και τις σιωπές του πιάνου που γέμιζαν τον χώρο. Όμως, η Λιζέτα δεν εμφανίστηκε εκείνο το βράδυ ούτε απάντησε στα τηλεφωνήματά μου. Μία από τις επόμενες μου έστειλε ένα μήνυμα πως απλώς δεν μπορούσε, να τη συγχωρήσω και πως θα μιλούσαμε. Αναρωτήθηκα αν είχα κάνει κάτι που θα μπορούσε να την έχει ενοχλήσει. Την αναζήτησα ξανά και ξανά, έπαψα κάποια στιγμή γιατί έπρεπε να σεβαστώ την ανάγκη της για απόσταση. Μέσα μου, όμως, δεν ηρέμησα ούτε επαναπαύτηκα.

Οι μέρες περνούσαν και η Λιζέτα ήταν εξαφανισμένη από όλους μας. Μια μέρα πήρα μετά από πολλή σκέψη και με μεγάλο στην αρχή δισταγμό την απόφαση να την αναζητήσω πιο άμεσα και απαιτητικά. Πήγα στο σπίτι της, παίρνοντας το ρίσκο να γίνω φορτική και πιεστική. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα με αγωνία. Όταν μου άνοιξε αντίκρισα ένα πρόσωπο σκοτεινό, με μισόκλειστα μάτια, μαύρους κύκλους και χέρια κρεμασμένα από τους ώμους με μια δήλωση παραίτησης στο πάτωμα. Φορούσε ένα γκρι νυχτικό με δαντέλα στο μπούστο και είχε πιασμένα τα μαλλιά της με ένα μολύβι. Με δέχτηκε αδιάφορα. Δεν ένιωσα πως της έκανε ιδιαίτερη αίσθηση η παρουσία μου και η επιθυμία μου να τη δω. Ήμουν έτοιμη να τη βομβαρδίσω με ερωτήσεις διευκρινιστικές που ίσως και να ήταν απαιτητικές. Αρκέστηκα στο να καθίσω δίπλα της στον λουλουδάτο καναπέ της. Έβαλε να παίζει η Ονειροπόληση του Σούμαν και κάθισε δίπλα μου με σταυρωμένα χέρια, γερμένο κεφάλι στο παράθυρο και μια βαθιά θλίψη σε κάθε βλεφάρισμά της.

Δεν χρειαζόμουν εξηγήσεις. Ήμουν σίγουρη πως η θλίψη έγινε πάλι φίλη της κολλητή, τόσο που της φόρεσε και αλυσίδα για να πηγαίνουν αυτοκόλλητες παντού μαζί, κυρίως στο κρεβάτι και τον καναπέ, εκεί την καθήλωνε η θλίψη. Όταν τη ρώτησα αν πεινούσε, μου είπε πως είχε να φάει από το προηγούμενο πρωί. Της έφτιαξα κάτι πρόχειρο, έφαγε και πάλι καθόμασταν αμίλητες στον καναπέ του σαλονιού της. Ήδη είχα παραβιάσει την ανάγκη της για μοναξιά. Περίμενα εκείνη. Ίσως και η πολλή μεγάλη προθυμία για βοήθεια να επαναπαύει τον πάσχοντα, σκεφτόμουν. Ώσπου, έγειρε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι της φτάνοντας στον ώμο μου κι άρχισε να μου μιλάει αργά, πολύ αργά. «Η θλίψη έγινε σπίτι μου, ζω πάλι μαζί της, νιώθω πως θα ζω για πάντα μαζί της κι αυτό δεν μου αρέσει. Στην αρχή της επέτρεψα την είσοδο ως επισκέπτρια, μα της έδωσα κι άλλο χώρο ή μπορεί και να τον πήρε μόνη της. Έγινε συγκάτοικός μου.» Τη ρώτησα αν ήθελε να κλάψει. Μου είπε πως τα δάκρυα στέγνωσαν μέσα της.

Δεν ήθελα να την πνίξω με λόγια και συμβουλές για το πόσο όμορφη είναι η ζωή. Ένιωθα πως για εκείνη δεν ήταν. Θα της διόγκωνα το χάσμα ιδανικού κόσμου και πραγματικότητας, θα την πλήγωνα με την αδιακρισία μου και την επιφανειακή και εγωιστική μου ανάγκη να τη «σώσω». Άρχισαν να παίζουν κάποια κομμάτια από τα νυχτερινά του Σοπέν. Αποκοιμηθήκαμε και οι δύο στον καναπέ με τα βελούδινα μαξιλάρια που τα χάιδευε σαν αντίδοτη απαλότητα στην αγριότητα της θλίψης που μαινόταν μέσα της.

Μετά από ώρες, στις τρεις τα ξημερώματα, η Λιζέτα ξύπνησε και μου ζήτησε να της πως μια ιστορία ευτυχίας. Η ανάγκη της για κάτι όμορφο με ξάφνιασε, με σόκαρε. Ποτέ μου δεν αντέχω καμία ομορφιά όταν είμαι στεναχωρημένη, μεγαλώνει η λύπη μέσα μου καθώς τη συγκρίνω με την εξωτερική και μακρινή για μένα ομορφιά. Η λύπη χάνει ακόμα πιο πολύ το σχήμα της μέσα μου και γίνεται χαοτική και άσχημη. Δυσκολεύομαι τόσο να σκεφτώ και να της πω μια τέτοια ιστορία, όχι γιατί δεν μπορώ να τη φανταστώ, μα γιατί είναι τόσο δύσκολη να την προσεγγίσεις την ευτυχία με λέξεις για να μη την κάνεις να φανεί ουτοπική. Άλλωστε κανένας συγγραφέας, ποιητής και λογοτέχνης δεν καταπιάνεται για πολύ ή εύκολα με έναν ευτυχισμένο άνθρωπο στα έργα του. Προτιμούν τραγωδίες, απόγνωση, μια σύγχυση, μια σύγκρουση εσωτερική ή εξωτερική, μια επανάσταση και μια οδύνη για να καταλήξουν στην πολυπόθητη κάθαρση. Πώς να τη χωρέσεις την ευτυχία σε λέξεις, δεν το έχει ανάγκη, είναι πλήρης από μόνη της στη βίωσή της! Πάντως ιστορία εκείνο το βράδυ δεν τόλμησα να ξεστομίσω. Η σύγκριση θα έφερνε κι άλλη μιζέρια.

Άρχισα να της τραγουδάω και να της χαϊδεύω τα μαλλιά για να μπορέσει και πάλι να κοιμηθεί. Αφήνομαι στις μελωδίες μηχανικά και στις σκέψεις μου. Θυμήθηκα πως κάποτε ένα βράδυ κάποιος με κρατούσε αγκαλιά και μου έλεγε: «Δεν υπάρχει ευτυχία, μόνο ευτυχισμένες στιγμές. Κι εγώ απόψε που σε έχω στην αγκαλιά μου νιώθω πως μαζί με σένα κρατάω και μια τέτοια.» Τότε με συγκίνησε αυτή η κουβέντα, μου φάνηκε γοητευτικά ειλικρινής και τίμια. Όμως, αυτό το βράδυ που έχω εγώ στην αγκαλιά μου τη φίλη μου εξουθενωμένη από το φάντασμα της κατάθλιψης έχω αναθεωρήσει. Μου φαινόταν πια τόσο μίζερο εκείνο το συμβιβαστικό στο στιγμιαίο, στα μάτια μου πια ήμασταν κι εκείνος κι εγώ τόσο δειλοί και φτωχοί στην καρδιά με το να αρκούμαστε στο λίγο μιας ευτυχίας λίγης και να μην επιδιώκουμε το πολύ του παρατεταμένου Παραδείσου.

Άστατη η νύχτα της Λιζέτας, αναζητώντας την τάξη οι δικές μου σκέψεις. Δεν περίμενα να τη  σώσω εκείνο το βράδυ ούτε και να σωθώ κι εγώ μαζί της. Δεν πήγα γι’ αυτό. Να της δώσω μια φωνή για να κοιμάται μαζί της πήγα. Κοιμήθηκε, ξαναξύπνησε και τη δεύτερη φορά μου είπε με απόλυτη ηρεμία στη φωνή της: «μπορεί και να σωθώ ποτέ;». Ήμουν τόσο χαρούμενη που μου έδωσε μόνη της την έγκριση να μιλήσω, που μου άνοιξε την πόρτα μετά από ώρα. Αυθόρμητα, χωρίς καμία επεξεργασία ταξίδεψε στο στόμα μου η φράση του Ρίτσου «Να λες ουρανός κι ας μην είναι». Το είπα και το ξαναείπα σα να ήθελα να το εμπεδώσω εγώ. «Να λες ουρανός κι ας μην είναι», σαν προσευχή έβγαινε από μέσα μου που ακολουθούσε κάθε αναπνοή μου. Η Λιζέτα ανασηκώθηκε και με κοιτούσε σαν να της πήρα τον ρόλο, να σφετερίστηκα τη μάσκα της θλίψης της ενώ ήταν δική της, μόνο δική της.

Πίστευα πως δείχνοντας την τρυφερή αγάπη μου για εκείνη θα την έκανα να νιώσει άξια κάθε χαράς, άλλωστε τι άλλο μπορεί να σε εμπνεύσει εκτός από την αγάπη και την άνευ όρων αυτή αποδοχή και δόσιμο του άλλου για να πιστέψεις πως «ναι, μου αξίζει η ομορφιά!». Τις περισσότερες φορές μας σώζει κάτι όμορφο, κάτι δηλαδή που έχει μορφή, μα συμβαίνει να είναι κάτι τρομακτικό αυτό το όμορφο όταν δε νιώθεις πως είσαι άξιός του. Για να φτάσεις στη σωτηρία και την ευδαιμονία πρέπει να περάσεις συχνά δια πυρός και σιδήρου, να χαθείς  σε φωτιές, καταιγίδες και λαβυρίνθους. Να χαθείς… Και τι ταξίδι, να σωθεί η ψυχή δια της απωλείας της!

Εκείνο το βράδυ η Λιζέτα μου επικοινωνούσε πως γίνομαι συνένοχη στην ομηρία της άχαρης επιβίωσής της, την άφηνα να βυθίζεται ηδονικά στη θλίψη γιατί κι αυτή έχει την μυστήρια και νοσηρή γλύκα της. Έτσι πήρα το θάρρος και της είπα: «Είσαι ευτυχισμένη και δεν το ξέρεις». Προσπαθούσα να βρω τη χρυσή τομή στη στάση και τα λόγια μου. Ποτέ μου δεν μου άρεσαν οι συνταγές για λύσεις και απεγκλωβισμούς, μάλλον γιατί οι ευτυχισμένοι μου φαίνονται όλοι ίδιοι, ενώ οι δυστυχίες διαφέρουν όλες μεταξύ τους στα μάτια μου. Είχε έρθει η ώρα να μη μείνω στην χλιαρή και γλυκερή εκδήλωση αγάπης με ένα χάδι. Ήταν και είναι πάντα αναγκαία αλλά όχι επαρκής αυτή η έκφανσή της. Πολλές φορές το υπερτροφικό εγώ θρέφει ασύστολα τη θλίψη για να γίνει αυτή το εξιλαστήριο θύμα κι έτσι να μπορέσει το άτομο να διατηρήσει τη θέση του στο επίκεντρο, να εξασφαλίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων πάνω του. Με αθέμιτο τρόπο διεκδικεί  μια θέση κοντά τους κι ας επιτυγχάνεται με μεγάλο προσωπικό κόστος.

Έπρεπε να μιλήσω, λοιπόν. Δεν χύθηκαν σαν χείμαρρος οι σκέψεις μου, μα σαν νερό που κυλάει ήρεμα στο ρυάκι, πηγαίνοντας σε κάθε αυλάκι που έτοιμο το περιμένει. «Αγαπημένη μου φίλη, μπήκα από το παράθυρο απόψε και αντίκρισα για λίγο το σκοτάδι που μου λες ότι σε πνίγει και που φοβάσαι πως δε θα πάψει ποτέ να σε πνίγει. Η εξημέρωση της θλίψης, αγαπημένη μου, έρχεται με το να μην την αντιμετωπίζεις απόλυτα αλλά με ευελιξία. Να μη θεωρείς τίποτα τελεσίδικο. Η θλίψη δεν είναι μοιραία. Ζεις και χωρίς αυτήν, σου λέω. Ναι, μπορείς και χωρίς αυτήν. Αλήθεια σου λέω. Μη θεωρείς και ερμηνεύεις πως η κατάσταση έτσι είναι και κυρίως πως έτσι θα συνεχίσει να είναι. Η απουσία προοπτικής είναι καταδικαστική και αυτή είναι που σε ωθεί σε τέλμα, σε έλος που όλο και σε βρομίζει, σε λασπώνει και σε αλλοιώνει. Χωρίς ελπίδα κακοποιείς τον αυθεντικό εαυτό σου που πεινάει και διψάει και πονάει για ζωή και ευτυχία. Η χαρά θέλει κουράγιο και θάρρος. Αν δεν υπερπηδήσεις τους αρνητικούς λογισμούς στους οποίους παραδίνεσαι, γιατί οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας, τότε θα την αφήσεις ατροφική να μαραζώνει τη βαθιά ψυχή σου. Όσο τον αφήνεις έρμαιο της θλίψης τον εαυτό, τόσο σου θυμώνει και σε τραβάει με βία κάτω να σου ζητήσει εξηγήσεις, μα όλο τον απογοητεύεις και τον αφήνεις πεινασμένο και διψασμένο.

Ο Τσέχωφ σε έργο του βάζει στο στόμα ενός ήρωά του την κουβέντα: «Θεέ μου, πόσο κοντά από την ευτυχία περνάει ο άνθρωπος»! Έχεις μερίδιο ευθύνης για τη ζωή σου, για τη ζωή που ζεις και για τη ζωή που δεν ζεις. Αυτό λέει ο Τσέχωφ, εγώ αυτό διαβάζω στα λόγια του. Με κάνει να νιώθω δυνατή στην αδυναμία μου η ιδέα πως εγώ κινώ να νήματα της μαριονέτας μου κι άλλοτε την βάζω να χορεύει ξέφρενα, άλλοτε να ξαπλώνει για να κοιμηθεί, άλλοτε να την πηγαίνω ταξίδια κι άλλοτε να την πετώ στο πάτωμα, εγκαταλείποντας τα σκοινιά της απ’ τα χέρια μου.»

Δεν συνέχισα. Ήταν αρκετή η δόση αλήθειας για εκείνο το βράδυ και για τη Λιζέτα και για εμένα. Δεν ήμουν πιο σοφή ή πιο ευτυχισμένη από εκείνη. Ήμουν πιο αποφασισμένη να συνεχίσω να προσπαθώ για την ευτυχία. Ήμουν πιο διαυγής στη σκέψη από εκείνη τουλάχιστον εκείνο το βράδυ. Δεν περίμενα να σηκωθεί ντυμένη στο χαμόγελό της που τόσο μου έλειψε και το γκρι νυχτικό της που τόσο της πήγαινε και να αρχίσει να τραγουδάει ανέμελη, αποποιημένη τη βαριά μελαγχολία της. Σηκώθηκε όμως. Σηκώθηκε και τάισε τη γάτα της που κι αυτή την είχε αφήσει νηστική δυο μέρες. Ήταν αρκετό για εκείνο το βράδυ, φρόντισε για τη ζωή κάποιου άλλου κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητα ζωή.

Δεν ήθελε να φύγω. Συμφώνησα πως θα μας έβρισκε συντροφιά το πρωινό με τον όρο πως θα επιμελούμουν εγώ τη μουσική. Ήθελα να ακούω ξανά και ξανά τη Σερενάτα του Σούμπερτ. «Ας γίνει σταδιακά και απαλά η μετάβασή μας από το σκοτάδι της νύχτας στο φως της μέρας», σκέφτηκα, και η Λιζέτα ξεκίνησε να μου μιλάει για τη ζωή της μέχρι εκείνο το βράδυ, για την πολύ δοτική μητέρα της και τον μεγαλύτερο αδερφό της, για τον πατέρας της που ήταν ναυτικός και πάντα έλειπε και για τις σχέσεις με τους άντρες στη ζωή της, για το καρουζέλ που αγαπούσε και τις τάσεις φυγής που είχε από μικρή, για τη γάτα της και τη δουλειά στο γραφείο που απεχθάνεται, για το πιάνο που ποτέ δεν έμαθε να παίζει και τα βιβλία που κληρονόμησε από τον πατέρα της… Η Λιζέτα μόλις είχε κάνει δυο μεγάλα άλματα, είχε ταΐσει τη γάτα της και είχε αρχίσει να μιλάει… Κι αυτό είναι ένας όντως αγώνας για ζωή… Κι εγώ ένιωσα την ευθύνη πάνω μου να μεγαλώνει και για τη φίλη μου αλλά και για τον δικό μου βίο. Εφόσον, τα αναγνώριζα όλα αυτά έπρεπε από την επόμενη να τα εφαρμόσω. Ήταν πια επιτακτική ανάγκη να ζήσουμε.