Κείμενο: Αναστασία – Μαρία Ζαβιτσάνου,
Βιοχημικός – Διδάκτωρ Μοριακής Ογκολογίας &
Ανοσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης
Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος
Σε μια προσπάθειά μας να ξεφύγουμε από την τρέλα της Νέας Υόρκης, πήραμε το τρένο για το Μόντρεαλ του Καναδά με τελικό προορισμό την πόλη του Κεμπέκ. Ταξιδέψαμε δώδεκα ώρες κατά μήκος του ποταμού Χάντσον, δίπλα από πρασινοκόκκινα δέντρα. Αφού φτάσαμε στο Μόντρεαλ, συνεχίσαμε άλλες τρεις ώρες, ώσπου φτάσαμε στο Κεμπέκ ή αλλιώς, το Παρίσι της Βορείου Αμερικής.
Την επόμενη μέρα περιηγηθήκαμε στα όμορφα καφέ πίνοντας ζεστό λάττε, σοκολάτες φλαμπέ και τσιμπολογώντας ζεστά κρουασάν. Φάγαμε κρέπες και ομελέτες στα μπιστρό βγαλμένα από μία άλλη εποχή. Το βράδυ επισκεφθήκαμε το Chez Rioux & Pettigrew, ένα μικρό εστιατόριο πάνω στο δρόμο του Αγίου Παύλου που φημίζεται για την τοπική του κουζίνα και για τη χρήση μόνο φρέσκων προϊόντων από μικρούς παραγωγούς. Παράδοση αυτού του μαγαζιού είναι τα blind menus, όπου ο σεφ -στην ουσία- αποφασίζει τι θα σου μαγειρέψει. Αν και είμαι αρκετά περίεργη και επιφυλακτική με το φαγητό… υπέκυψα!
Περιμένοντας το ορεκτικό, τα μάτια μου βόλταραν μέσα στο μαγαζί. Η μουσική ερχόταν από ένα παλιό πικάπ που βρισκόταν σε μια γωνιά κοντά στο μπαρ. Ήχοι τζαζ δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ηρεμίας. Έπινα χρυσόλευκο Σαρντονέ και άκουγα τα σαξόφωνα να παίζουν.
Το πρώτο πιάτο ήρθε. Μια μπάλα τηγανισμένου τυριού και λεπτές φέτες σιροπιασμένου αχλαδιού με μία ροζ σάλτσα. Ξεκίνησα να κόβω την μπάλα τυριού συνδυάζοντας την πρώτη πιρουνιά με μία φέτα αχλαδιού. Σήκωσα το πιρούνι και έφαγα την πρώτη μπουκιά.
Η γεύση της αρμπαρόριζας πλημμύρισε όλο μου το στόμα. Μεταφέρθηκα πίσω στη Νέα Σμύρνη, στα γυμνασιακά μου χρόνια. Στο σπίτι μου. Τότε που σαν παιδί βοηθούσα την κυρία Ντίνα, τη μαγείρισσα του γηροκομείου της Νέας Σμύρνης να φτιάξει την κομπόστα μήλου για όλες της γιαγιάδες. «Η μαγεία είναι στην αρμπαρόριζα» μου έλεγε. Τη μάζευα από τον κήπο κάθε Σάββατο πρωί. Την έτριβα στα χέρια μου. Τη μύριζα. Ήταν πράγματι μαγεία. Λάτρευα τη γεύση της αρμπαρόριζας μπλεγμένη με τη ζάχαρη. Μα πιο πολύ λάτρευα τα χαμόγελα των γιαγιάδων όταν έβαζα την κομπόστα μπροστά τους. Λάτρευα τις κουβέντες τους και τις ιστορίες τους. Λάτρευα τη χαρά τους όταν έβλεπαν ένα παιδί να περιφέρεται ανάμεσα σε ηλικιωμένους. Λάτρευα την εποχή που έκανα τόσα πολλά χωρίς να κάνω τίποτα.
Εκείνο το βράδυ μου σέρβιραν φουά-γκρα, φιλέτο ταράνδου και σπάνια μανιτάρια. Μου σέρβιραν Νέα Υόρκη, δημοσιεύσεις σε μεγάλα επιστημονικά περιοδικά, συνέδρια, υψηλούς μισθούς και εταιρείες. Χωρίς να το ξέρουν όμως μου σέρβιραν και τα παιδικά μου χρόνια… τους ανθρώπους που μοιραζόμουν στιγμές μαζί τους… Μου σέρβιραν το σπίτι μου κι ας ήμουν 4.576 μίλια μακριά από αυτό…