Άρθρο: Κωνσταντίνα Κορδώνη
Φοιτήτρια Τουρκικών και Ασιατικών Σπουδών
Επιμέλεια: Πηνελόπη Ζαχαρία
Φιλόλογος
Είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που νιώθω την ευτυχία και την τύχη τα παιδικά μου χρόνια να ήταν από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μου. Κι αυτό γιατί θυμάμαι ακόμα όλες αυτές τις ζωντανές αναμνήσεις, που χαράζονται στο μυαλό μου με μια γλυκιά και ξεχωριστή γεύση. Και τώρα που βρίσκομαι αρκετά μακριά από αυτή την περίοδο της ζωής μου, δεν υπάρχει χρονιά που, καθώς θα στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το σπίτι δεν θα βουίσει από χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Σαν ένα μικρό παιδάκι, θα φορέσω το σκούφο του Αϊ-Βασίλη και θα κρεμώ με προσοχή τα στολίδια στο δέντρο, για να μη φωνάζει η μητέρα μου. Και πάντα να θυμάμαι: «Τις μικρές μπάλες ψηλά και τις μεγάλες χαμηλά. Και τις όμορφες μπροστά-μπροστά, για να φαίνονται». Και από τότε και για κάθε χρόνο, δεν αφήνουμε γωνιά αστόλιστη, τόσο πολύ που πάντα αναρωτιόμαστε εάν έχουμε τοποθετήσει όλα τα στολίδια, γιατί, αν μπορούσαμε, θα γεμίζαμε όλα τα κενά του σπιτιού με χριστουγεννιάτικες νότες!
Και το χιόνι! Η στιγμή που θα ρίχναμε συνθετικό χιόνι στο δέντρο μας φάνταζε σαν πραγματικός χιονοπόλεμος! Ο τρόπος που με χαρά και λαχτάρα πετούσα χούφτες από χιόνι σε κάθε κλαρί του δέντρου δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Η πιο μαγική όμως βραδιά των Χριστουγέννων, η οποία δεν συγκρινόταν με καμία άλλη, ήταν αυτή που το πνεύμα του αγαπημένου μου Αγίου θα επισκεπτόταν το σπίτι μου, για να μου αφήσει τα δώρα μου. Αυτό το βράδυ είχε πάντα μια διαφορετική αίγλη. Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ανυπομονούσα να πέσει η νύχτα και να κοιμηθώ γρήγορα, ώστε να καλωσορίσω το επόμενο πρωινό. Μα πριν καλά-καλά ξημερώσει, άνοιγα τα μάτια μου, βάδιζα στις μύτες μέχρι το σαλόνι, όπου τα λαμπιόνια του δέντρου είχαν αρχίσει τον τρελό φωτεινό του σκοπό, και ήταν εκεί!
Μικρές και μεγάλες σακούλες, μεγάλα και μικρά κουτιά τυλιγμένα σε αστραφτερό περιτύλιγμα με κόκκινες και χρυσές κορδέλες και ένα φακελάκι με το όνομά μου – γραμμένο με το γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου. Η καρδιά μου πλημμύριζε από ευτυχία και ενθουσιασμό! Έτρεχα τότε να σηκώσω την αδελφή μου, που πάντα ήθελε να κοιμηθεί παραπάνω, και της φώναζα: «Ήρθε ο Αϊ-Βασίλης!». Η συνέχεια, νομίζω, είναι γνωστή σε όλους μας. Οι γονείς μου, τάχα μου έκπληκτοι, μας παρακολουθούσαν, ενώ τους δείχναμε τι επέλεξε να μας φέρει και φέτος ο Άγιος Βασίλης. Το αστείο είναι πως μέχρι και σήμερα, όταν ρωτάω τη μητέρα μου αν υπάρχει όντως ο Αϊ-Βασίλης, δεν έχει το κουράγιο να μου πει την αλήθεια. Σκέφτομαι, άραγε, δεν θέλει να πληγώσει την ψυχή του μικρού παιδιού που ζει ακόμα μέσα μου και που πιστεύει πως τα μελομακάρονα που αφήναμε ήταν φαγωμένα από το μαγικό γεράκο; Ή μήπως δεν θέλει -όπως καταβάθως όλοι μας- να σκοτώσει αυτή την παιδική ιδέα πως ένα μαγικό πνεύμα χαρίζει δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου; Ίσως όλοι κάπου μέσα μας θέλουμε να πιστέψουμε πως είναι τελικά αληθινό.
Παρ’ όλα αυτά, αφού έμαθα με σκληρό τρόπο ότι οι γονείς μου ικανοποιούν τις μεταμεσονύχτιες υπογλυκαιμίες τους, τρώγοντας τα μελομακάρονα που είχαμε αφήσει, και πως είναι λογικό την περίοδο των Χριστουγέννων η τηλεόραση να σφύζει από παιδικές διαφημίσεις με όλες τις καινούργιες Barbie που ήθελα να αποκτήσω, μπορώ να πω πως το συναίσθημα αυτό θα είναι για πάντα χαραγμένο μέσα μου. Κάθε χρόνο, το πρωί των Χριστουγέννων θα είναι με έναν ιδιαίτερο τρόπο διαφορετικό, καθώς είναι μια παιδική ανάμνηση που θα αναπολώ και θα κοιτώ με στοργή και ζεστασιά. Ίσως εκεί τελικά να κρύβεται και η μαγεία των Χριστουγέννων…