Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Χθες έλειπες όλη την ημέρα. Δεν ήρθες σπίτι. Το κατάλαβα. Κοιμήθηκες μάλλον αλλού. Ξέρεις, εμένα μου αρκεί πια να σε βλέπω, έστω φευγαλέα, μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Η καμένη λυχνία, το ημίφως από την λάμπα της κουζίνας που σε λούζει κάθετα στη σκυφτή πλάτη, κάνει ωραία σκιά στους γυμνούς μηρούς και στο δυνατό στήθος σου. Όταν πέφτει το σκοτάδι μετά εγώ ονειρεύομαι τα κομμάτια σου. Με την ιδέα τους αποκοιμιέμαι. Με το όνειρο αυτό ξυπνάω την επόμενη.
Όλη τη νύχτα, λοιπόν, με έπνιγε η απελπισία. Διάβασα όλα τα συστατικά της γκαζόζας που είχες εδώ και μία εβδομάδα τοποθετήσει δίπλα μου και ακόμα δεν έχεις ανοίξει να πιεις κι είδα ότι εμένα τελικά μου λείπουν αρκετά συντηρητικά. Ανακάλυψα επίσης πως μάλλον υπολείπομαι κάποιων τεχνητών ενισχυτικών γεύσης. Λίγο άγευστος πρέπει να φαίνομαι. Γι’ αυτό το υπογλυκαιμικό χέρι σου που ψαχουλεύει στο ψυγείο, όταν επιστρέφεις νηστικός στο σπίτι, με αποφεύγει κατ’ επανάληψη. Εγώ, βέβαια, είμαι φτιαγμένος από μόνο ουσία. Σα φάρμακο. Αντιβιοτικό. Εκατό τοις εκατό ενεργά συστατικά. Αναλογίζομαι τον κίνδυνο να με έχεις ξεχάσει εντελώς εδώ μέσα. Μέχρι πότε λοιπόν θα με αποφεύγεις, συσκευασμένο, στο μπουκάλι, στο ράφι του ψυγείου; Δεν ήξερα πώς, με ποιο τρόπο, να κερδίσω την προσοχή σου και μπήκα εδώ μέσα. Σε εμφανές σημείο. Δε γίνεται, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή θα πεινάσει, θα διψάσει. Από λάθος ή από κεκτημένη ταχύτητα, θα με τραβήξει. Εγώ θα αρπάξω την ευκαιρία και θα πω όλα όσα θέλω να πω.
Κι έχει ψύχος στο ψυγείο. Και πλησιάζει, όλο και πιο κοντά η ημερομηνία της λήξης μου.
Senza Conservanti