Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος

Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου

Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 33

Βρήκε τον πιο μαύρο μαρκαδόρο στο συρτάρι του, αυτόν που ‘χε σημειώσει «βιβλία», «εύθραυστο» και «κουζινικά» δυο μήνες πριν, όταν έμπαινε στο σπίτι.

Πάνω από το ΝΟΥΝΟΥ είχε γράψει «κούπες καφέ», ακόμα και σε εκείνη από το απορρυπαντικό που ‘χε πέσει και είχε γίνει κομμάτια το περιεχόμενό της.

Άνοιγε παράθυρα δυο βράδια και κοιμόταν με ισοθερμικά και το sleeping bag του καλοκαιριού. Ποιος μετακομίζει Δεκέμβρη μήνα;

Κι ύστερα ήρθε ο τριχωτός. Έτσι μόνο μπορούσε να περιγράψει τον χοντρό που ‘ρθε για τα υδραυλικά και κάθε που έσκυβε του ερχόταν αηδία και εμετός στο λαιμό.

– Και τι σπουδάζεις και ήρθες εδώ;

– Στη Φιλοσοφική.

– Φαίνεσαι συνεσταλμένο παιδί.

-(Σιωπή αυτός)

– Εκεί στη Θεολογική όλοι έτσι είστε.

Όσο κι αν τον βασάνισε κάποια στιγμή έφυγε.

Ακριβός. Αργός.

Στο ασανσέρ μόστραρε το αυτοκόλλητό με το κινητό του. Αδιαφόρησε μιας και δεν είχε σκοπό να πληρώσει κοινόχρηστα.

Και από τότε, σε κάθε πρωινό χέσιμο άρχισε το καζανάκι να κολλάει, η βρύση πλέον έσταζε με μεγαλύτερη συχνότητα. Τέτοιος θυμός για τον τριχωτό.

Πήρε τον μαρκαδόρο, με όσο μελάνι περίσσεψε απ’ τις κούτες, κάλεσε το ασανσέρ και κάτω από τους δέκα αριθμούς στη σειρά, έγραψε: απατεώνας.