Άρθρο: Κατερίνα Λυσιόβα
Εκπαιδευτικός και Ψυχολόγος

Επιμέλεια Άρθρου: Γιάννα Τζιρίτα
Φιλόλογος


Ποιους επιλέγουμε να συναναστραφούμε; Πώς επικοινωνούμε μαζί τους; Τι μορφές σχέσεων διαμορφώνουμε με τον καθένα;

Καθημερινά σχηματίζουμε συμμαχίες με λεκτικό ή μη λεκτικό τρόπο, στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνική μας ζωή. Πολλές από αυτές τις συμμαχικές σχέσεις είναι προσωρινές, άλλες μονιμότερες και κάποιες είναι συνασπισμοί.

Η θεωρία τριγωνοποίησης του Bowen (1998) αποκωδικοποίησε τις οικογενειακές δυσκολίες μέσα από τις σχέσεις που κάνουν δυσλειτουργική την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων.

Σε κάθε πυρηνική οικογένεια σχηματίζονται τριγωνικές σχέσεις που πηγάζουν από τις εμπειρίες των γονέων από τις δικές τους οικογένειες, από τις ανασφάλειές τους, από τις προσδοκίες τους ο ένας για τον άλλον ή απ’ τα παιδιά τους, από τους φόβους τους ή από την τάση τους για επιβολή. Με λίγα λόγια είτε κάποιο μέλος δυσλειτουργεί, είτε υπάρχουν συζυγικές συγκρούσεις είτε ένας γονέας προβάλλει τις ανάγκες του πάνω σε ένα από τα παιδιά (Bowen, 1996). Και εκεί εμφανίζεται και το “σύμπτωμα” που σκοπό έχει την ισορρόπηση του οικογενειακού συστήματος.

Η συστημική θεωρία που αναπτύχτηκε και εγκόλπωση τη θεωρία του Bowen διακρίνει δυο κύριες μορφές συμμαχίας στην τριγωνοποίηση, τη συμμαχία ως σύμπνοια, συμφωνία και κατανόηση μεταξύ δυο μελών και τον συνασπισμό ως ισχυροποίηση του δεσμού τους σε βάρος κάποιου τρίτου (Schlippe & Schweitzer, 2008) και μάλιστα μεταξύ δυο αδιαφοροποίητων εαυτών των οποίων τα όρια είναι ασαφή, ακαθόριστα και ένας εκ των δυο έχει προσκολληθεί κ συγχωνευτεί στον άλλο.

Η διαφορά συμμάχων και συνασπιστών είναι αρκετά μεγάλη και η διάκρισή τους μπορεί να διδάξει στην ελληνική οικογένεια τη σπουδαιότητα της οριοθέτησης τόσο για την ομαλή λειτουργία των ενδοοικογενειακών σχέσεων όσο και για την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων που διαμορφώνουν τα παιδιά στην ενήλικη ζωή τους.

Στη συμμαχία, τα πράγματα ισορροπούν με ένα αίσθημα γενικής συμφωνίας των δυο μελών. Η σχέση τους είναι ήρεμη, συγκαταβατική, με όρια που διαχωρίζουν (τον γιο από τον πατέρα, τη μητέρα από τον γιο, την κόρη από τον πατέρα, κ.ο.κ) στους ρόλους, στις επιθυμίες τους και στις παρεμβάσεις που κάνουν ο ένας στη ζωή του άλλου. Οι συμμαχίες αν και όχι πάντα αθώες, μπορούν να εναλλάσσονται, να ισορροπούν και να διατηρούν λειτουργικά όλα τα μέλη της οικογένειας. Οι σύμμαχοι δεν εναντιώνονται σε κάποιον τρίτο.

Στο συνασπισμό, οι όροι εξ αρχής είναι δυσβάσταχτοι για κάποιον, τα όρια είναι ασαφή, οι εαυτοί είναι αδιαφοροποίητοι, οι σχέσεις ασφυκτικά στενές και δεσμευτικές και η έννοια της μονάδας αφηρημένη. Οι εντάσεις συνήθως βοηθούν τα ζευγάρια να αισθάνονται στενότερο δεσμό μεταξύ τους (Νάπιερ & Χουιτάκερ, 1978). Οι συνασπιστές δημιουργούν έναν κλοιό ενάντια σε κάποιον τρίτο. Ο συνασπισμός είναι μια συνήθως μυστική συμμαχία ενάντια σε κάποιον τρίτο και η σύγκρουση μ αυτόν είναι συνήθως καλυμμένη και διαφαίνεται από υπαινιγμούς και ασυμφωνίες. οι εντάσεις μάλιστα, ξεσπούν συχνά σε μικρές μάχες που επανενώνουν τους συνασπιστές όταν κάποιος από τους δυο χαλάσει την ισορροπία. Μια κόρη θα επαναφέρει το σύμπτωμα όταν νιώσει πως οι γονείς είναι αντιμέτωποι με μια αλήθεια που θα τους διασπάσει. Έτσι, άθελα της θα επαναφέρει την ισορροπία του τριγώνου.

Και στις δυο μορφές τριγωνικής σχέσης άμεσος στόχος είναι η ανακούφιση από το άγχος. Η εμφάνιση ενός συμπτώματος (πχ μιας επιθετικής συμπεριφοράς του παιδιού στο σχολείο) αποπροσανατολίζει τους γονείς απο τις διαφωνίες τους και επικεντρώνονται στο παιδί, επιτυγχάνεται ισορροπία στο τρίγωνο και μειώνεται το άγχος για επερχόμενη αλλαγή του συστήματος.

Οι σύμμαχοι όμως ακουν, λειτουργούν με ενσυναίσθηση και σεβασμό προς τα συναισθήματα του άλλου. Είναι ευέλικτοι, προσαρμόσιμοι στις συνθήκες και αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν αλλά και να πάρουν αποφάσεις. Είναι συμπορευτές σε κάποια κοινή περίοδο της ζωής τους. Οι συνασπιστές, αντίθετα, είναι εγκλωβισμένοι σε μυστικές και ασυνείδητες συμφωνίες που τους ενώνει ενα κοινό μέτωπο ενάντια σε κάποιον τρίτο. Η σχέση τους είναι συγχωνευτική, με όρους συμφωνίας και ακαμψίας, καλύπτεται από άμυνες και προφάσεις που δεν επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση ούτε την ατομικότητα του καθενός να λειτουργήσει. Σε αυτήν τη σχέση υπάρχει συνήθως και ένα παιδί που αθελά του συνεισφέρει πολεμοφόδια σε μια γονεϊκή αντιπαράθεση. Ο πατέρας και η κόρη συμφωνούν σε μια σιωπή ενάντια στις παρακλήσεις της μητέρας για σεβασμό και βοήθεια, η μητέρα με τον πατέρα συνασπίζονται ενάντια στην ενηλικίωση της κόρης και διαιωνίζουν τις προκλητικές αντιδράσεις της γιατί και οι δυο γονείς αναβιώνουν τη δική τους επαναστατική εφηβεία που διεκόπη και δεν κατάφεραν να απαλλαχθούν από τις επιταγές των δικών τους γονέων. Η μητέρα συνασπίζεται με ένα από τα παιδιά της ενάντια στον πατέρα γιατί η ίδια νιώθει πως δεν την καταλαβαίνει και το παιδί διαμορφώνει μια αρνητική στάση προς τον πατέρα, γίνεται θρασύ ή αγενές, δημιουργεί εντάσεις γύρω από το πρόσωπό του και ισορροπεί το τρίγωνο ώστε να μην επέλθουν αλλαγές στην οικογένεια. Στις τριγωνικές σχέσεις επαναλαμβάνεται σπειροειδώς η προσπάθεια των γονέων να αυτονομηθούν. Η έλλειψη αυτής της λυσης σημαίνει αλυσίδες για την κόρη ώσπου μια μεγάλη ένταση να βγει μέσα από κάποιο σύμπτωμα. Η συνειδητοποίηση αυτού του τριγώνου μπορεί να σπάσει τον κλοιό και να αλλάξει τη ροή.

Και τα χρόνια περνούν, οι κόρες και οι γιοί μεγαλώνουν και κουβαλούν το οικείο μοτίβο συμπεριφοράς στη νέα ζωή τους.

Σε κάθε επικοινωνιακό τους εγχείρημα φανερώνονται αισθήματα φόβου για εγκατάλειψη ή ανάγκης για διαφοροποίηση, για ατομικότητα και άρνηση της απορρόφησης δηλαδή της συγχώνευσης του εαυτού τους σε αμοιβαίες εξαρτήσεις. Φανερώνουν ανάγκη για ενηλικίωση και ανεξαρτησία, ή ανάγκη για εμπιστοσύνη, αναγνώριση και αυτοπεποίθηση.

Σε κάθε επικοινωνιακό εγχείρημα κουβαλούν συνήθειες, τρόπους ερμηνείας και έκφρασης που προέρχονται από τις τριγωνικές επαφές στην οικογένεια. Έτσι δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες και εκείνες είναι η τελευταία τους ευκαιρία να αναβιώσουν τις εφηβικές συγκρούσεις τους και να σπάσουν τα δεσμά που τους βαραίνουν.

Η επιλογή φίλων, συντρόφων ακόμη και επαγγέλματος ή χόμπι σχετίζεται άμεσα με τα δεσμά που βαραίνουν τους ενήλικες. “Η εκλογή γίνεται με απόλυτη ακρίβεια στον τρόπο που σμίγουν οι δυνάμεις και οι προιστορίες δυο ανθρώπων” όπως αποδεικνύουν ο Χουιτάκερ και Νάπιερ (1987) στο βιβλίο τους Οικογένεια μαζί κι όμως αλλιώτικα. Και η κοσμοθεωρία που κουβαλούν μεταλαμπαδεύεται στα παιδιά τους με την επανάληψη. Έτσι, διαμορφώνονται νέες συμμαχίες και νέοι συνασπισμοί που εξυπηρετούν την επίλυση των προγονικών.

Οι γονείς με τη στάση τους μέσα στις τριγωνικές σχέσεις διαμορφώνουν συνειδήσεις, ορίζουν ή ενισχύουν πεποιθήσεις, νοηματοδοτούν τη ζωή και προκαθορίζουν τις φυσιολογικές και συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών τους στο στρες, στη ματαίωση, στην επιτυχία και την αποτυχία. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί προβλέψιμη ως ένα σημαντικό βαθμό η ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων που θα διαμορφώνουν στο μέλλον τα παιδιά τους. Και από αυτές τις τριγωνικές σχέσεις εξαρτάται κατά πόσο τα παιδιά αυτά όταν ενηλικιωθούν θα γίνουν allies συμμαχικοί ή συνασπιστικοί για τους δικούς τους συντρόφους και φίλους, σε ποιο βαθμό θα είναι διαθέσιμοι ενεργητικοί ακροατές και επικοινωνιακά ικανοί.

Αν οι οικογένειες ζωγράφιζαν τη ζωή τους οι περισσότεροι θα ένωναν με κυκλικό τρόπο αυτές τις δύο προσπάθειες ανεξαρτησίας…η πρώτη θα έδειχνε την αδυναμία επίλυσης λόγω ηλικίας και η δεύτερη θα έδειχνε την απελπισμένη προσπάθεια τους για ενηλικίωση με μέσο τη δύναμη της εξουσίας που μπορεί να ασκήσει ο ενήλικας στο μικρό παιδί του. Και εκεί θα έβλεπαν όλοι ότι μάχονται σε λάθος στρατόπεδο με λάθος αντιπάλους και ότι μόνο με συμμαχικές σχέσεις μπορούν όλοι να εξελιχθούν ομαλά.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Bowen Μ. (1998). Τρίγωνα στην οικογένεια. Ελληνικά Γράμματα.

Von Sclippe A. & Schweitzer J. (2008). Εγχειρίδιο της συστημικής θεραπείας και συμβουλευτικής. Θεσσαλονίκη. University Studio Press.

Nάπιερ Α. & Χουιτάκερ Κ. (1978). Οικογένεια μαζί και όμως αλλιώτικα. Αθήνα. Κέδρος.