Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Nihat,
Μου είχες πει ότι αν θες να ερωτευθείς, πρώτα πρέπει να φιλήσεις πολλούς βατράχους. Να είσαι σίγουρος ότι εγώ το προσπάθησα. Κι όσο κι αν το θέλησα κι όσο κι αν πίστεψα στα λόγια σου, μικρέ καιροσκόπε προφήτη, διάττοντα κομήτη, προσωρινέ συγκρέβατε, τσογλάνι του δρόμου, άπειρε μαστροπέ, καθώς ένα κομμάτι του σεντονιού με ξεσκέπαζε κι ένα άλλο τυλιγόταν βασιλικό ένδυμα, βαμβακερό εμπριμέ γύρω από τους μηρούς σου κι έμενα με τη γύμνια νηπίου πάνω στο στρώμα, εγώ ακολούθησα τη συμβουλή σου. Τη μασούσα, λοιπόν, όλον αυτόν τον καιρό. Και η αγωνία μου που μεγάλωνε, η κάλπικη ελπίδα που ξεθώριαζε τη μετάλλαξαν σε αυτή τη διαδικασία γονιμοποίησης των στημόνων μου, σε προσευχή. Μια προσευχή που έχει χάσει την παρακλητική της ιδιότητα και κρατάει μόνο τον μηχανικό τρόπο προσφώνησης, το στήσιμο του «ελέω Θεού», γονυπετής μέχρι να ενοχληθεί όχι μόνο η ψυχή από την απραγία του Θεού, την απάθειά Του, την αταραξία Του αλλά και τα γόνατα να πονέσουν. Γυρίζω τα μάτια στον ουρανό, όταν εδώ στη γη, σε αυτή τη γούρνα, είμαι μέσα μου άδειος.
Και φίλησα πολλούς βατράχους, ακολουθώντας τα λόγια σου. Αλλά δεν κατάφερα να ερωτευθώ. Σαν να με κυβερνάει ένα προπατορικό αμάρτημα να μην βρίσκω ένωση στα εγκόσμια, ερωτικούς λώρους, σαν να ‘χω μόνο παλάμες στα χέρια χωρίς δάχτυλα. Πώς, λοιπόν, να μπορέσουν να συγκρατούν το άλλο χέρι, πώς να γαντζώσουν συναισθήματα; Ήρθα και κάθισα λοιπόν σε αυτό τον βάλτο. Δήλωσα διαθέσιμος. Όρισα όρια στο φέουδό μου, κατέρριψα κανόνες και συμπλέγματα και τα έκανα όλα πιο εύκολα. Και τα χάδια και τις περιπτύξεις. Για τους πιο γέρικους από αυτούς νομοθέτησα προαιρετικά τα προκαταρκτικά. Στους νεότερους προικίστηκα ο ίδιος με υπομονή, έδωσα περιθώρια, συγχώρεσα τη νεανική αφέλειά τους. Κι έγινα ο Βασιλιάς τους σε αυτό το τέλμα, σε αυτό το έλος, σε αυτά τα στάσιμα νερά. Με δέχτηκαν με αγαλλίαση και ανακούφιση. Η παρουσία μου τους ήταν καλοδεχούμενη. Τα φιλιά τους ήταν, όμως, άνοστα. Κανείς τους δεν μεταμορφώθηκε σε πρίγκηπα για μένα. Μόνο να κρώζουν ξέρουν. Μόνο να στήνουν τη μούρη τους ξέρουν. Τα χείλη τους είναι πέτρα, μη ανταποκρίσιμα. Και «κροάκ, κροάκ» θέλουν κι άλλο φιλί. Κι ο ένας με τον άλλον παίρνουν σειρά. Κι ας τους λέω κι ας επιμένω πως ήταν όλα ένας δόλος και πως δεν τρέφω αισθήματα για τα αμφίβια, αλλά για τη μεταμόρφωσή τους, για το παράγωγο του ενδεχόμενου θαύματος. Αυτό μόνο προσδοκώ. Προσπαθώ να τους αποφύγω λέγοντας πως ήταν όλα ένα πείραμα, συμβουλές ενός φυσιοδίφη από την Ανατολή, ενός μάγου που δεν άφησε ούτε γραφές ούτε ίχνη. Αυτοί, όμως, πηδούν πάνω στο στήθος μου, με γκρινιάζουν στις πλάτες. Αναζητούν την προσοχή του μονάρχη τους. Δεν είχαν ποτέ μονάρχη. Οι βάτραχοι ζουν μόνοι με άλλους βατράχους και όπως είναι φυσικό αναπαράγονται μεταξύ τους σε φαύλο κύκλο. Λένε πως η παρουσία μου ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, μια αλλαγή για το βιότοπό τους και για τους ίδιους.
Μου είναι δύσκολο πια να ξεφύγω, λοιπόν. Μπήκα στο φαύλο τους κύκλο. Έγινα γρανάζι του. Γι’ αυτούς, κατά παράδοξο τρόπο, τραγική ειρωνεία, είμαι εγώ ο Πρίγκηπας και με μοιράζονται εκ περιτροπής.