Άρθρο: Αλεξάνδρα Δεδικούση
Ψυχολόγος


Συνεχίζω, λοιπόν, την εξερεύνηση του βιβλίου του πατέρα Λίβυου «Κάθε τέλος μια αρχή», που ξεκίνησα στο προηγούμενο άρθρο αυτού του μήνα.

Στο κεφάλαιο «Άνθρωπος του Θεού δε δηλώνεις, φαίνεσαι» ο πατέρας περιγράφει τον δήθεν πιστό, τον άνθρωπο που άδειασε την εκκλησία μαζί με τους ιερείς που ήταν τόσο ενάρετοι και τόσο προσκολλημένοι στο λόγο του Θεού και ανέλαβαν ρόλο τιμωρού. «Χρησιμοποιούν την εκκλησία για να διαμορφώσουν ένα προφίλ πνευματικότητας, ώστε να εξασφαλίσουν την αίσθηση δύναμης που δε βρήκαν στον κόσμο». Αυτό ακριβώς, ψευδοφάρμακα δύναμης και ελέγχου κυκλοφορούν παντού γύρω μας, μεταμφιεσμένα σε ένθεο ζήλο, γεμάτα με πάθος και ναρκισσισμό. Δεν μπορεί, λέει ο πατέρας να μας φταίνε μόνο οι αλήτες στα πεζοδρόμια, όταν ακριβώς η ίδια αλητεία υπάρχει και μέσα στον πνευματικό χώρο, απλώς με άλλο ένδυμα. Συστήματα είμαστε με ίδιους διατρέχοντες άξονες.

Στο κεφάλαιο «Δαγκωματιά» ο συγγραφέας αναφέρεται στην έννοια της εξιλέωσης, της αυτοτιμωρίας και της αυτοκαταστροφής. Σαν δαγκωματιά πάνω μας αόρατη, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, η ζωή μας κινείται από το κακό στο χειρότερο, περπατούμε και ξετρυπώνουμε τα κακά και τα ρίχνουμε πάνω μας σαν ρούχα, αλλά γιατί; Τι κρύβεται πίσω από την πυρηνική πεποίθηση «αξίζεις μονάχα πόνο και όχι τη χαρά;»

«Μην χάνεις χρόνο», ένα κεφάλαιο εμβατήριο χαράς. Κοίτα, έχεις δύο γερά πόδια, τρέξε! Τρέξε στο στίβο της ζωής που φυσικά έχει εμπόδια, αλλά αν δεν μπορείς να το κάνεις εσύ, ποιος θα το κάνει; Έχεις ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι! Τέλειες συνθήκες δεν υπάρχουν, αν περιμένεις να γελάσεις με όλη σου την καρδιά όταν όλα θα είναι τέλεια, μάλλον δεν θα γελάσεις ποτέ. Δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι και το κυνήγι αυτών είναι μια φενάκη. Δεν θα φτιάξεις ποτέ το τέλειο σπίτι ή την τέλεια καριέρα και αν νομίζεις ότι κάτι από τα δύο έχεις φτιάξει, αυταπατάσαι. Μπορεί να έχεις ένα πολύ όμορφο σπίτι και μια πολύ καλή καριέρα, μα τέλεια δεν θα είναι σίγουρα, γιατί το τέλειο δεν υπάρχει. Και αυτό είναι μήνυμα χαράς και ελπίδας, πόσο βαρετά θα ήταν όλα αν ήταν τέλεια, πόσο σκληρό θα ήταν το ταξίδι μας στη ζωή, αν μας μαστίγωναν με τελειότητα;

«Όλα τα δάκρυα δεν είναι καθαρά», ή αλλιώς όταν η πτώση είναι πλήγμα στον εγωισμό μας και όχι πηγή μετάνοιας. Όταν αναλώνομαι στο να θλίβομαι για το πόσο τέλειος δεν ήμουν και ποιους νόμους δεν τήρησα, δεν λυπούμαι για κάτι ανώτερο. Λυπούμαι για μένα που δεν είμαι ο τέλειος άνθρωπος που νόμιζα ότι είμαι ή που ήθελα να παρουσιάσω ότι είμαι.

Η ουσία της νηστείας αναλύεται στο κεφάλαιο «Όταν πεινάς για νόημα». Η τροφή αποτελεί διάσταση της σχέσης, της σχέσης με τον άλλον και της σχέσης με τον Θεό. Αναδεικνύεται μια σχέση αντίστροφη μεταξύ ποιότητας και ποσότητας, και αναζήτησης του βέλτιστου τρόπου κορεσμού και σχετίζεσθαι. «Η ανάγκη που κρύβεται πίσω από το φαγητό είναι κάτι βαθύτερο. Είναι μια βασική τροφή της ύπαρξης». Εμείς οι ψυχολόγοι, νομίζω, ήδη μπορούμε να δούμε που το πάει ο πατέρας. Να μια πνευματική, υπαρξιακή θεώρηση των διατροφικών διαταραχών.

Το επόμενο απόσπασμα έχει να κάνει με τη θλίψη και την κατάθλιψη. Ο πατέρας έχει ο ίδιος ζήσει τον πανικό που συνοδεύει τη θλίψη, το άγχος και κάθε αρνητικό συναίσθημα και ξέρει πολύ καλά ποια είναι η άμεση αντίδραση του ανθρώπου: «Δεν το θέλω πάνω μου, θέλω να το διώξω μακριά». Μόνο που έτσι δεν λυτρωνόμαστε, έτσι βάζουμε το κεφάλι στο χώμα και κάνουμε τις στρουθοκαμήλους, έως ότου έρθει το επόμενο «κακό», πιο δυνατό από το προηγούμενο. Και όταν πια τα χτυπήματα γίνουν πολλά και φωλιάσει στην ψυχή μας η μαθημένη αβοηθησία, τότε παραιτούμαστε και εκεί ξεκινά η κατάθλιψη και εκεί φεύγει η όρεξη για ζωή. Το φάρμακο τότε είναι η δράση. Δράσε και θα βρεις ενδιαφέρον, ψάξε και θα νιώσεις κάτι όμορφο, μα πρώτα από όλα μη φοβάσαι και μη βιάζεσαι. Πρώτα απ’ όλα, αποδέξου. Τη θλίψη και το άγχος σου, παρατήρησε τα, δώσ’ τους χώρο μέσα σου.

«Μην φοβάσαι τον πόνο…», ένα κεφάλαιο αφιερωμένο σε έναν πυλώνα ψυχικής εξέλιξης, το πένθος. Ο πατέρας δίνει την προοπτική του υγιούς πένθους, του πένθους που επιτελεί μια διεργασία, που χρησιμεύει σαν καμπανάκι μιας ανάγκης ή μιας μετάβασης. «Ούτε ο πόνος είναι κατάρα, μα ευκαιρία να συναντηθούμε με κάτι πιο δυνατό, όμορφο, υγιές, δημιουργικό και ελπιδοφόρο».

Στο κεφάλαιο «Έπαινος και κατηγορία – η ίδια φυλακή», ο συγγραφέας θίγει το μείζον ζήτημα της αποδοχής, της εξάρτησης και του ετεροκαθορισμού. Αναλύει τον ασταμάτητο μας αγώνα για αποδοχή από τους άλλους που ξεκινά από την παιδική ηλικία, της αποξένωσης από τις δικές μας ανάγκες, της διαμόρφωσης μιας εξαρτητικής προσωπικότητας ώστε να ανακουφίσουμε το υπαρξιακό πόνο του κενού. «Μετανάστες στα θέλω των άλλων» αυτό γινόμαστε, λέει ο πατέρας. Έξοδος από αυτό είναι μόνο η ελευθερία, η ελευθερία να είμαι εγώ, η ελευθερία να μην αναζητώ την αξία μου στα μάτια των άλλων.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας μιλά για την αναβλητικότητα και τη σχέση της με τον υπαρξιακό θάνατο. «Η κόλαση είναι ένα τεράστιο χασμουρητό», μια μόνιμη προβλεψιμότητα, μια απουσία έκπληξης, μια υπαρξιακή δυσθυμία, ένας εγκλωβισμός στον χρόνο. Και ο παράδεισος είναι στο τώρα, στη ζωντανή μας παρουσία, τη γεμάτη αυτενέργεια και ελπίδα. Η ζωή δεν είναι παραμύθι, μπορούμε όμως να τη ζήσουμε σαν να ήταν. Όταν καταλάβουμε ότι είναι το μόνο ουσιαστικά δικό μας πράγμα. Ένα προσωπικό θαύμα, μόνο για μας.

Αυτό ήταν το ταξίδι μου στο βιβλίο του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου. Ενός ανθρώπου που δεν ξέρω και δε γνώρισα ποτέ από κοντά, αλλά είναι φίλος στην ψυχή μου. Γιατί πάτησε στις πέτρες που πάτησα και εγώ, γιατί έπεσε στα ίδια σημεία, γιατί παλεύει για την ίδια ανύψωση και γιατί όλο αυτό το κάνει με μεγάλη, ενθουσιώδη, παιδική χαρά. Όποια και αν είναι η σχέση μας με τη θρησκεία, είναι ουσιώδες να ψάχνουμε ανθρώπους πνευματικούς, ανθρώπους υπαρξιακά αφυπνισμένους, με ανάγκη για σχετίζεσθαι και με ταπεινό βλέμμα.

Ευχαριστώ όλους εσάς για το χρόνο σας. Ευχαριστώ ολόψυχα τον Πατέρα Λίβυο για την έγκρισή του σε αυτό μου το εγχείρημα.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (2015). Κάθε τέλος μια αρχή. Εκδόσεις Αρμός, Θεσσαλονίκη.