Κείμενο: Μαρία Κουσαντάκη
Ψυχολόγος
Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Παναγιώτα Καραγιάννη
Φιλόλογος
Υπεύθυνη Επικοινωνίας


Ήταν η μέρα που άνοιγα ψυχή και σώμα στους ουρανούς.

Ξεκίνησα να ανοίγω δειλά την ψυχή μου, τους φόβους μου, τα σκοτεινά σημεία μου, τα συναισθήματά μου, τις ελπίδες μου, να ξεδιπλώνω τη ζωή μου. Κάπου εκεί σε συνάντησα. Σε αντιπαθούσα και σε συμπαθούσα ταυτόχρονα, σε αγάπησα και σε μίσησα ταυτόχρονα, αγάπησα και μίσησα κομμάτια μου ταυτόχρονα, για τους ίδιους λόγους.

Η μορφή σου άρχισε να γίνεται απαραίτητη στη ζωή μου. Σε αγάπησα ολιστικά, δεν είμαι σίγουρη αν το έχω καταφέρει αυτό με άλλον άνθρωπο. Να αγκαλιάσω τόσο σφιχτά τα σκοτάδια που σιχαίνομαι σε κάποιον. Συνήθως έφευγα, απέρριπτα, έκρινα, προσπαθούσα να αλλάξω, καταδίκαζα. Μέσα από αυτό αγκάλιασα σιγά σιγά και τα δικά μου σκοτάδια. Μέχρι που έγινα μέρος του σκότους. Και χάθηκα. Κάπου, όμως, άκουσα πως αν δε μπορείς να βρεις το φως στο σκοτάδι, είναι ίσως επειδή είσαι ο ίδιος το φως. Το κρατάω και προχωράω, μέχρι να δω ξανά.

Κόντρα. Προσπαθώ να σου δείξω τι βλέπω μέσα σου, μα δε με αφήνεις. Προσπαθώ να φωτίσω το συναίσθημά σου, μα το ονομάζεις αυταπάτη. Έχεις μία άρνηση που σε προστατεύει αυτή τη στιγμή. Προσπαθείς να με απεγκλωβίσεις από το φυλακισμένο μου σώμα. Και κάπου εκεί, η μέρα που ανοίγω την ψυχή μου, γίνεται και η μέρα που ανοίγω το “είναι” μου μέσα από το σώμα μου, μαζί σου.

Νιώθω τόση ασφάλεια. Είναι η μέρα μου, είναι η μέρα μας, είσαι η μέρα μου. Ανυπομονώ τόσο για αυτή τη μέρα κάθε φορά.

Οι μέρες περνάνε και κοντά σου νιώθω όλο και πιο όμορφα. Δεν κατανοώ τι συμβαίνει. Ίσως και να μην αντέχω να το προσδιορίσω.

Θέλω να σε δω. Θέλω να σε δω ξανά. Θέλω να με αγκαλιάσεις όπως μόνο εσύ μπορείς. Να κρατήσεις το χέρι μου με τον τρόπο που κάνεις όταν δακρύζω, όταν φοβάμαι, όταν χαμογελάω. Τα υπόλοιπα δε με νοιάζουν τώρα.

Υπάρχεις στη ζωή μου και υπάρχω στη ζωή σου. Έχεις μπει στη ζωή μου, στο μυαλό μου, στην καρδιά μου. Τι μένει, λοιπόν, από το να μπεις ολοκληρωτικά μέσα μου, μέσα στο κορμί μου…

Και όλα τριγύρω να πάρουν φωτιά! Από τα σώματά μας που καιρό τώρα παίζουν κρυφτό πίσω από ξεχασμένες αλήθειες, μέχρι τα συναισθήματα, το πάθος, τα πρέπει, τα γιατί, εμάς τους ίδιους. Όλα, σε μία πυρκαγιά. Που μόνοι μας ανάψαμε, μόνοι μας προκαλέσαμε, μόνοι μας καταστρέψαμε, μόνοι μας καήκαμε.

Και γιατί άραγε; Για ποιά στιγμή, για ποιά ελπίδα, για ποιά αλήθεια; Ποιός θεός τώρα μπορεί να μας αντέξει;

Και ποιός κόσμος μπορεί να απαρνηθεί τα θαύματά μας και να τα διαλύσει μέσα σε μία σκέψη αδυναμίας και πάθους;

Ποιός θα καταλάβει και γιατί να καταλάβει. Ποια θάλασσα θα αρνηθεί το βαθύ της χρώμα για να ντυθεί με κόκκινο; Κόκκινο που άλλοτε ορίζεται με πάθος και άλλοτε με αίμα που ξεβράζεται βουβό από τις ψυχές μας.

Σε κοιτάζω. Δε μιλάω. Κι όμως λέμε τόσα πολλά. Χαμογελάμε μυστικά και αμήχανα γιατί ξέρουμε. Έχουμε ήδη κάνει τόσες εκκωφαντικές σιωπηλές συζητήσεις. Έχουμε αναλύσει, πονέσει, φοβηθεί, έχουμε κάνει έρωτα χωρίς να αγγίξουμε καν ο ένας τον άλλον. Και τώρα, το αφήνουμε στον αέρα να το πλάσει όπως εκείνος θέλει…

Σε νιώθω πάνω μου. Νιώθω το άγγιγμά σου. Το άρωμά σου. Την ανάσα σου.

Σε έχω και δε σε έχω. Σε θέλω και δε σε θέλω. Είμαστε και δεν είμαστε. Σε αγαπάω και σε μισώ. Σε τραβάω και σε διώχνω. Γελάω και θυμώνω. Άκρα. Που είτε θα μας πνίξουν είτε θα μας απελευθερώσουν.

Δε με νοιάζει τι, δε με νοιάζει γιατί, ούτε πως συνέβη. Μου αρκεί ΟΤΙ συνέβη, αλλά δε μου αρκεί Ο,ΤΙ συνέβη.

Είναι η μέρα μου. Και θα τη ζήσω όπως ορίζει η ψυχή μου.