Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Κι έπειτα έρχεται μια δεύτερη σκέψη. Ακολουθεί πάντα την πρώτη, κι αν την βρει αδύναμη ή μπάσταρδη να περιφέρεται δεξιά και αριστερά από τον ενδοιασμό, να κουτσαίνει από τη βιολογική αδυναμία της γένεσής της, όπως πρόωρα εφταμηνίτικο νεογνό που πετάχτηκε πριν την ώρα του από στενή μήτρα και γρήγορα τη ζωή θέλει να προφτάσει, της επιτίθεται στο σβέρκο και της τρώει το κεφάλι. Γιατί μία «υγιής» αναθεώρηση με ψηλά λιχνά πόδια πάντα από πίσω της καλπάζει δρομαίως. Κι οι δυο γεννήθηκαν από την ίδια μήτρα, είναι αυταδέλφες και δίδυμες. Τις έχει θρέψει ο ίδιος λώρος. Η διαφορά συνίσταται, όπως συμβαίνει με τα πρωτότοκα παιδιά, πως η πρώτη πιο ρομαντική, πηγαία,  υπόκειται σε πειραματισμούς και συναντά δυσκολίες, της φράζεται το βήμα, της κόβεται η ανάσα να ανοίγει διαδρόμους και περάσματα, να ρίχνει άμυνες και τείχη, να γεννεσιουργεί εκεί που πρώτα ήταν το χάος. Άλλωστε, λένε, πως κάθε αρχή είναι και δύσκολη. Κι αυτό δεν είναι απόφθεγμα δικό μου.

Η δευτερότοκη, λοιπόν, παίρνει, αφήνει δρόμο, αλλάζει ταχύτατα πεζοδρόμιο, ελίσσεται σε στενό σοκάκι, κινούμενη πλάγια, μελετά τις αποστάσεις από την άλλη που της προηγείται. Ζέχνει ιδρώτα, σκόνη, ξερή λογική, απαγορευτική εγκράτεια, μυρίζει φόβο κι εγωισμό. Η καθυστέρηση της τοκοφορίας, οι διασταλμένοι χρόνοι της, καθώς βεβιασμένα ξεπήδησε από καισαρική τομή από το νυστέρι ενός επίγειου Μαιευτήρα που χρονομετρεί το δέκατο, την έχουν προικίσει με στιβαρά πόδια, περόνη ατσάλινη, κλειδώσεις λαδωμένες, πνευμόνια τρίγωνα, καρδιά λαγωνικού. Την ακολουθεί κατά πόδας, της μαζεύει το δρόμο, τα χιλιόμετρα, την ακολουθεί σε ύψη και σε βάθη. Το κακό και το φονικό γίνονται σιωπηλά, χωρίς μάρτυρες, ανάμεσα στο ένα και στο άλλο παίξιμο των βλεφάρων, σε χιλιοστά του δευτερολέπτου. Κι ο θάνατός της σου μοιάζει τόσο φυσικός, αθόρυβος, όπως φλόγα υγραερίου που σβήνει από ρεύμα αέρα από μισάνοιχτο παράθυρο. Αποχαιρετάς την πρώτη σκέψη που σβήνει άδοξα, η οποία, αν της είχες σταθεί αρωγός και σύμμαχος, θα σου έφερνε νέες αρχές, νέους έρωτες, νέα κορμιά στην αγκαλιά, ένα ίσως ένα μόνιμο στραβό μισό χαμόγελο στην ισορροπημένη σοβαρότητα των ζυγωματικών σου.

Η δεύτερη σκέψη είναι μια μαύρη τρύπα, ένα συμπαντικό σιφόνι που τραβάει στις δίνες όχι μόνο την παρορμητική επιλογή, τον ενθουσιασμό, την παιδική μας αφέλεια, το όνειρο, αλλά καταπίνει, θεός Κρόνος, και εμάς τους ίδιους. Η δεύτερη σκέψη βάζει εμπόδια και εγκλωβίζει. Ξερνά παροιμίες και γνωμικά για λύκους, για τις άσκεφτες κοκκινοσκουφίτσες. Αλλά εμείς τώρα πια, είμαστε διαβασμένοι και μιλημένα τα έχουμε. Πριν σας φτάσει, λοιπόν, πριν σας οδηγήσει στα λούκια των αλλεπάλληλων απορρίψεων, σας δεσμεύσει οξυγόνο από τους πνεύμονες, κάντε μία τρέλα. Ανοίξτε εσείς εξερευνητές δρόμο στην πρώτη, ρίξτε τις άμυνες της εγκράτειας και της λογικής. Μια φορά ζούμε. Δεν είμαστε φτιαγμένοι από ύλη κι ούτε προορισμένοι να ζήσουμε στη γη αιώνια. Είμαστε ενέργεια και η σχάση της χρειάζεται έναν καταλύτη: το συναίσθημα, τη διαίσθηση και τον αυθορμητισμό. Ένας αρκεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλους και να σπάσουμε τα λεπτά σελοφάν που είμαστε τυλιγμένοι κι ασφυκτιούμε.