Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Συχνά πιάνουμε τους εαυτούς μας να παρακολουθούμε μια ταινία δράσης στην τηλεόραση και εκείνο που σκεφτόμαστε είναι ότι, όσο περίπλοκο κι αν είναι το σενάριο σε κάθε ταινία, ο πρωταγωνιστής πάντα τα καταφέρνει στο τέλος. Στις ταινίες της ζωής μου, ο ρόλος μου δεν ακολουθούσε αυτή την πορεία, όσο πρωταγωνιστικός κι αν ήταν. Ή μήπως τελικά την ακολουθούσε περισσότερο από όσο πίστευα εγώ;

Θυμάμαι, ήμουν μικρή ακόμη όταν ξεκίνησαν τα μεγάλα προβλήματα. Θα έλεγα ότι είχα μια ομαλή πορεία στη ζωή μου μέχρι τότε -φίλους, βόλτες, αθλητισμό- χωρίς μεγάλες εξάρσεις. ‘Ωσπου ξεκίνησε ο ενθουσιασμός… Ένας ενθουσιασμός που ποτέ δεν μπορούσα να φέρω σε ισορροπία. Ήταν ενθουσιασμός για μια καινούρια γνωριμία, ο οποίος εξελισσόταν όμως σε συναισθηματική εξάρτηση. Μου άρεσε να είμαι το επίκεντρο της προσοχής, κάτι που δε ήταν δύσκολο να πετύχω με τις ικανότητές μου. Ωστόσο, αυτή η επιθυμία μου άρχισε να γίνεται πολύ έντονη. Δεν ήθελε ιδιαίτερη σκέψη μέχρι να ξεκινήσω να φέρνω τον εαυτό μου σε δύσκολη κατάσταση για να κερδίζω περισσότερη προσοχή. Κλάματα, ψέματα… όλα έμοιαζαν θεμιτά.

Ένα τηλεφώνημα στην οικογένειά μου ήταν αρκετό για να με οδηγήσει στην απογοήτευση και στο αίσθημα της προδοσίας. Ήταν, όμως, προδοσία; Μάλλον ήταν αγωνία κι ενδιαφέρον.

Η αλήθεια είναι ότι δε μπορείς εύκολα να νιώσεις την αγάπη των άλλων, όταν εσύ δεν αγαπάς τον εαυτό σου. Και αυτό ήταν ένα κομμάτι που έλειπε από εμένα.

Ο καιρός περνούσε και ο ενθουσιασμός εμφανιζόταν ανά διαστήματα. Πάντα απέναντι σε άτομα που συνήθιζα να ονομάζω τους «σημαντικούς άλλους». Ήταν δασκάλες, άτομα που θαύμαζα ή ακόμη και μία ερωτική σχέση. Βέβαια, οι σχέσεις δε κρατάνε για πάντα, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. «Κάθε τέλος είναι και μια καινούρια αρχή», λένε. Μόνο που το τέλος αυτών των σχέσεων με οδηγούσε σε μια αρχή, που κάποιες στιγμές θα ευχόμουν να μην είχε έρθει ποτέ.

Ήμουν πάντα ένας μοναχικός άνθρωπος. Όμως υπήρχαν νύχτες, που η ιδέα του να μένω μόνη με τον εαυτό μου με τρόμαζε. Και όταν έχανα την προσοχή που είχα, τότε οι νύχτες αυτές γίνονταν πιο μεγάλες και πιο δύσκολες. Κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ένιωθα δυσάρεστα. Ένιωθα άσχημη, κακιά, αποτυχημένη. Γέμιζα απογοήτευση, κάθε μέρα και λίγη απογοήτευση παραπάνω.

Ώσπου μια μέρα πήρα κάμποσα φάρμακα που βρήκα σε ένα ντουλάπι και αφέθηκα να πεθάνω. Θυμάμαι τους γονείς μου που με πήγαν στο νοσοκομείο μέσα στην αγωνία και την αναστάτωση. Έμεινα εκεί για δυο μέρες περίπου, δυο μέρες με ανάμεικτα συναισθήματα.

Με τους γονείς μου ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα κοντά. Θεωρούσα ότι θα τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβουν τι μου συμβαίνει και κρατούσα απόσταση. Δεν θα ξεχάσω, όμως, ποτέ τον πόνο στα μάτια του πατέρα μου, τόσο ερεθισμένα από τα δάκρυα, το βλέμμα της αδερφής μου και την απεγνωσμένη προσπάθεια της μητέρας μου να μάθει τι με οδήγησε σε αυτή την κατάσταση.

Ήξερα πως μετά το νοσοκομείο η ζωή μου δεν θα ήταν ποτέ η ίδια. Σύντομα με πήγαν σε ψυχολόγο. Δεν ήθελα να πηγαίνω, ωστόσο τότε δεν ήξερα πως εκείνη θα με βοηθούσε τόσο, ώστε να είμαι σήμερα σε θέση να γράφω αυτό το κείμενο. Για ένα μεγάλο διάστημα της έλεγα ψέματα. Δεν ήμουν συνεργάσιμη, ούτως ώστε να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μαζί τις δυσκολίες μου. Ο ενθουσιασμός μου αλλά και η εξάρτηση που τον ακολουθούσε δεν έπαψαν να εμφανίζονται. Μόνο που η εξάρτηση έγινε σύντομα αυτοκαταστροφική. Η χαρά μου ήταν εμφανής όποτε άρχιζε ο ενθουσιασμός και τότε εμφανιζόταν η μεγάλη μου ανάγκη για προσοχή.

Όταν προσπαθώ να εξηγήσω αυτή την ανάγκη, σκέφτομαι εκείνο το παιχνίδι που είχαμε μικροί… που φυσούσαμε και έβγαζε φούσκες. Όσο πιο μεγάλη ήταν η φούσκα τόσο μεγαλύτερη ήταν και η χαρά μας. Μόνο που με κάποια «παιχνίδια» πρέπει να προσέχεις λίγο περισσότερο. Αν η ζωή ήταν σαν αυτό το παιχνίδι, που μπορείς με το χέρι σου να σκάσεις καθεμία από τις φούσκες μικρές και μεγάλες και μετά να φυσήξεις και να φτιάξεις πάλι καινούριες, τότε ίσως να ήταν όλα πιο εύκολα. Όμως δεν είναι. Όταν αυτή η ανάγκη κάνει τον κύκλο της, στο τέλος της δεν μπορώ ποτέ να αλλάξω τις δύσκολες στιγμές που έχει προκαλέσει και στη θέση τους να βάλω καινούριες.

Αν και οι άνθρωποι της ζωής μου ήταν εκεί για μένα, παρά τις δυσκολίες που προκαλούσα. Ωστόσο τα πράγματα δυσκόλεψαν. Λίγο η κακή διάθεση που με συνόδευε για μεγάλο διάστημα, λίγο και ο αυτοτραυματισμός που ακολούθησε ήταν αρκετά για να αποφασίσουν να με πάνε σε μία ψυχίατρο. Μου έγραψε φάρμακα κι όταν ρώτησα τη μαμά μου τι έχω, μου απάντησε πως έχω κατάθλιψη. Έπαιρνα την αγωγή για αρκετό καιρό και μετά τη σταμάτησα κατόπιν συνεννόησης με τη γιατρό.

Πέρασε ο καιρός, πέρασαν λίγα χρόνια και πλέον απολάμβανα τη φοιτητική μου ζωή. Όμως ο Σεπτέμβρης με βρήκε σε δύσκολη κατάσταση. Ένα βράδυ άρχισα πάλι να αυτοτραυματίζομαι. Όχι τόσο βαθιά ώστε να σκοτώσω τον εαυτό μου, αλλά αρκετά έντονα ώστε να ηρεμήσω τον πόνο που ένιωθα μέσα μου. Η ψυχολόγος με παρέπεμψε σε έναν καλό ψυχίατρο, ο οποίος μου έγραψε φάρμακα. Στο χαρτί της συνταγής η διάγνωση έγραφε: «διπολική διαταραχή» ή όπως θα έλεγαν παλιότερα, «μανιοκατάθλιψη».

Δεν περίμενα ότι η ονομασία μιας διαταραχής θα με γέμιζε τόσα αρνητικά συναισθήματα. Καθόμουν σε ένα παγκάκι και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε ποτέ κανείς να αγαπήσει μια κοπέλα που έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι απαισιόδοξη και αυτοκαταστροφική. Η αγωγή με βοήθησε να αρχίσω να κοιμάμαι και να είμαι πιο ήρεμη. Όμως η διάγνωση δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την ανάγκη μου, που με οδηγούσε κάθε φορά και σε πιο ακραίες καταστάσεις.

Επισκέφτηκα μία άλλη ψυχίατρο ελπίζοντας ότι θα μπορέσω να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Θυμάμαι ότι στο πρώτο ραντεβού η διάθεσή μου ήταν σταθερή και μπορούσα με ευκολία να περιγράψω τις εμπειρίες μου. Λίγες μέρες αργότερα, έπεσα στα πατώματα. Βούτηξα πάλι σε όλον αυτόν τον ενθουσιασμό χωρίς καν να σκεφτώ πως, αν χωθώ πολύ βαθιά, στο τέλος δεν θα μπορέσω να ξεφύγω. Το επόμενο ραντεβού στη γιατρό ήταν τελείως διαφορετικό.Τα φάρμακα άλλαξαν και αυξήθηκαν. Μαζί με τα φάρμακα άλλαξε και η διάγνωση. Έμαθα ότι πάσχω από «διπολική διαταραχή και διαταραχή προσωπικότητας». Είχα φέρει τον εαυτό μου σε τέτοια κατάσταση, που δεν πίστευα ποτέ ότι θα καταφέρω να σηκωθώ και να το αντιμετωπίσω.

Αλλά και πάλι οι μέρες πέρασαν. Όπως ακριβώς συνέβαινε κάθε φορά από τότε που ήμουν ακόμη μικρή. Με μία μεγάλη διαφορά: τώρα ήξερα τι έχω.

Ίσως είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να σταματήσω να είμαι θυμωμένη με τον εαυτό μου˙ που έπρεπε να σταματήσω να θέλω να του κάνω κακό και να αρχίσω να τον φροντίζω λίγο περισσότερο. Ίσως είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να συγχωρήσω τον εαυτό μου, γιατί απλώς κάποια πράγματα δε μπορούν ποτέ να είναι όπως θα ήθελα να είναι. Και αυτό, ίσως, δεν είναι και τόσο κακό τελικά. Άρχισα να δείχνω την αγάπη μου μέσα από κάρτες, μέσα από μία σφιχτή αγκαλιά, μέσα από ένα «συγγνώμη» για το κακό που έχω προκαλέσει όσες φορές δεν ήμουν καλά. Αντί να πέφτω με τα μούτρα και να ζητάω προσοχή και αντί να αναρωτιέμαι γιατί όλοι φεύγουν και γιατί δεν με αγαπούν, άρχισα να σκέφτομαι ότι για να νιώσω την αγάπη τους ίσως πρέπει πρώτα εγώ να αγαπήσω τον εαυτό μου.

Όλοι έχουν μια στιγμή στη ζωή τους που νιώθουν ότι έχουν χάσει τα πάντα. Εγώ ένιωθα έτσι τις περισσότερες στιγμές της ζωής μου. Σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο, είναι ακόμη πολλές οι στιγμές που υποφέρω και γίνομαι αυτοκαταστροφική. Η γιατρός και η ψυχολόγος μου είναι δίπλα μου σε κάθε φάση που νιώθω ότι δεν έχω τη δύναμη να ξεπεράσω μόνη και μου θυμίζουν ότι τελικά μπορώ να αντέξω. Και πράγματι, μπορώ να αντέξω!

Ακόμη κι αν κάποιες φορές είμαι στα πάνω μου και κάποιες πέφτω πολύ –όλοι πέφτουμε εξάλλου κάπου κάπου. Όμως, πέφτουμε για κάποιον λόγο και αυτός ο λόγος είναι ότι πέφτουμε για να σηκωθούμε ξανά, πιο δυνατοί.

 

(πηγή)