Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


«Καλημέρα, Ιωσήφ», μου λέγανε. «Καλημέρα», τους απαντούσα κι εγώ. Τα πρωινά που ξεκινούσα για το σχολείο, έπαιρνα το ποδήλατο και περνούσα από γειτονιές με λουλούδια στις αυλές και από άλλες με πελώρια κλουβιά σαν σπίτια. Εκεί συναντούσα γνωστές ή άγνωστες φυσιογνωμίες, φίλους του μπαμπά μου ή γονείς συμμαθητών μου και πάντα ο ίδιος διάλογος. Άλλοτε να περνάς μπροστά από τους ανθρώπους που, με κορμιά ξύλινα σαν μαριονέτες, με σκοινιά στα μέλη τους, κινούνται σπαστικά και γίνονται άβουλα, ρουφηγμένα από τη ζωή ανθρωπάκια κι άλλοτε να περνούν από  δίπλα σου άνθρωποι που σαν δύσκαμπτα ρομπότ με μπαταρίες δρουν μηχανικά, άνθρωποι με τα μάτια θολά να διασταυρώνονται με το δικό σου διψασμένο βλέμμα ή αδιάφορα να χάνονται γύρω, άνθρωποι με κρύες παλάμες που κρέμονται απ’ τα χέρια και διστακτικά κάνουν χειρονομίες και με χείλη σφιγμένα που στριμωγμένες βγαίνουν οι λέξεις από μέσα τους. Και να μου λένε, «Καλημέρα, Ιωσήφ», κι εγώ «Καλημέρα» να τους απαντάω.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν ένας χαρούμενος, ένας επιτυχημένος άνθρωπος, με γονείς στοργικούς, με φίλους δοτικούς, σπουδές, βιβλία, συναντήσεις, ευκαιρίες, βλέμματα αποδοχής και θαυμασμού, με ταξίδια, επαφές, έρωτες, υγεία και για λάφυρα πτυχία, γυναίκες, χρήματα. Μα πάντα μου, από πολύ μικρός, βίωνα μια ανησυχία που τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω και να χωρέσω σε λέξεις. Ακόμα και σήμερα νιώθω πως πάντα κάτι μου ξεφεύγει, πάντα κάτι χάνω, υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να συλλάβω στο νόημα του κόσμου, της ζωής, της στιγμής. Πάντα ένιωθα πως κάτι γλιστράει μέσα από τα χέρια μου, μου φεύγει και μένει άγνωστο, άσχημο, απροσδιόριστο, πως κάτι υπάρχει και κινείται πέρα από το δικό μου έλεγχο, κάτι που με χαώνει στην τάξη του κόσμου μου και με καθιστά μικρό στο να το συγκρατήσω.

Σε αυτό το «Καλημέρα, Ιωσήφ», είτε συνοδευόταν από χαμόγελο, είτε από βαρεμένη, μίζερη φωνή, εγώ μέσα μου ένιωθα πως κάτι μου διαφεύγει. Στη βαθιά και βαριά θλίψη μου, στην ακραία χαρά μου, στον μεγάλο ενθουσιασμό μου ένιωθα πάντα ένα κενό να παίρνει χώρο και να με γκρεμίζει. Όσο κι αν εγώ το γέμιζα με αισιοδοξία ή πόνο, τόσο αυτό απλωνόταν και εδραιωνόταν. Έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μου η αίσθηση της μοναξιάς, μιας απέραντης μοναξιάς που την πολεμούσα με αγάπη και εκείνη δεν ατρόφησε ποτέ μέχρι σήμερα. Πάντα κοντά σε άλλους ανθρώπους αναζητούσα την εξαφάνισή της διακαώς. Ίσως χρειαζόταν να αναμετρηθώ πιο τίμια μαζί της και να συμφιλιωθώ μαζί της. Μα εγώ πάντα την κουκούλωνα να μη τη δω, μην τύχει και την αντικρίσω κι έτσι, ανάμεσα στους ανθρώπους, στις πολλές συναναστροφές ένιωθα και πάλι μόνος, όλο και πιο μόνος.

Κάποτε γνώρισα μια κοπέλα που τη λέγανε Ήρα. Μαζί της με βρήκε ένας έρωτας ακαριαίος και παράφορος. Τη θαύμαζα για τα τοξοτά φρύδια της και το γρέζι στη φωνή της, για τη λευκή επιδερμίδα της και την τέχνη της στο λόγο. Η εγκεφαλική επαφή των δυο μας ενεργοποιούσε όλους τους αισθητήρες μου και τους έκανε πιο ευαίσθητους σε κάθε ερέθισμα από άλλοτε. Δεν ξέρω αν ποτέ υπήρξε πνευματικό άγγιγμα στις δύο υπάρξεις μας, αλλά αδιαμφισβήτητα η οξύνοια και η ευστροφία της με κατακεραύνωναν. Ο έρωτάς μου για εκείνη με καθιστούσε αδύναμο για λογική σκέψη και με άφηνε έρμαιο σε μεθυσμένα ταξίδια μαζί της πραγματικά ή ονειρικά, όπως συνήθως παγιδεύονται και παγιδεύουν όλοι οι έρωτας στη φαντασία του μυαλού.

Μα πάντα υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσά μας που με τον καιρό γιγάντωνε και γινόταν αγεφύρωτο πια. Μαζί της ένιωθα μια βαθιά και αβάσταχτη μοναξιά. Όσο κι αν ο νους μας συνδεόταν με κεραίες και μετέδιδε στην ίδια συχνότητα, η ψυχή μας δεν μπορούσε να βρει μια σύμπνοια και σαν καράβια να συμπλεύσουν αρμονικά. Ένιωθα την ικανοποίηση του έρωτά μου όταν την άγγιζα, όταν τη φιλούσα ή όταν με κοιτούσε στα μάτια, όμως η προέκταση αυτής της χαράς ήταν και πάλι η αίσθηση της μοναξιάς μου. Ήμουν μαζί της στο δρόμο, το αυτοκίνητο ή το κρεβάτι και ένιωθα μόνος. Ειδικά το βράδυ όταν ξαπλωμένοι εκείνη δίπλα μου κοιμόταν αμέριμνη και ανέγνοια, αναρωτιόμουν πόσο γνώριμη μου ήταν τελικά αυτή η γυναίκα, τι της έβρισκα, γιατί την ήθελα, ποια ήταν εκείνη και ποιος εγώ όταν ήμουν μαζί της, τι πραγματικά συνέβαινε κι εμένα τόσο μου ξέφευγε, σε ποια τροχιά να γραπωθώ για να τη συλλάβω.

Μετά από καρό, αφού χωρίσαμε, γιατί το κενό ανάμεσά μας έπαιρνε διαστάσεις τρομακτικές που καθιστούσε αδύνατη την επαφή πια, ένα πρωινό του Μάρτη βρεθήκαμε τυχαία σε ένα σούπερ μάρκετ. «Καλημέρα, Ιωσήφ», μου είπε, «Καλημέρα», της απάντησα κι εγώ. Εκείνα τα δευτερόλεπτα της τυχαίας συνάντησης κουβαλούσαν φορτίο μηνών και αμηχανία φυσικά. Της ζήτησα αυθόρμητα χωρίς ιδιαίτερη περισυλλογή ή κάποια πρόθεση να καθίσουμε στο διπλανό καφέ με τις λεβάντες, τις ψάθινες καρέκλες και τα βιτρό στο ταβάνι που θυμόμουν ότι της άρεσαν για να «συναντηθούμε» ξανά. Ο έρωτάς μου, που είχε πέσει σε χειμερία νάρκη, άρχισε να ξεμουδιάζει ξυπνώντας μετά από τα πρώτα δευτερόλεπτα της συνάντησης. Έπειτα από τις δύο ώρες της κουβέντας μας η θλίψη μου που ακολούθησε γινόταν όλο και πιο δική μου, γιατί «συνάντηση» δεν έγινε ποτέ. Ένιωθα τόσο μονός κοντά της. Ξένος εγώ για εκείνη και ξένη εκείνη για εμένα. «Καλημέρα, Ιωσήφ», μου είπε, «Καλημέρα», της είπα και χωριστήκαμε για πάντα.

Έπειτα γνώρισα την Κλαίρη, μια γυναίκα που αγάπησα για όσα ήταν και όσα μου έδινε και κυρίως για όσα με άφηνε να της δίνω, μα μια γυναίκα που ποτέ δεν ερωτεύτηκα. Έζησα μαζί της ένα βίο απλό και ευχαριστιακό, αναθεωρώντας τι είναι άξιο αγάπης. Απολάμβανα την αγάπη και το σεβασμό που μου ενέπνεε να της χαρίζω, όχι όμως το θαυμασμό που ο έρωτας προϋποθέτει για να ανθίσει. Την αγάπησα γιατί την ήξερα, αποδεχόμουν και το φως και τα σκοτάδια της, κι εκείνη το ίδιο, αγαπούσε και τις ομορφιές και τις ασχήμιες μου.

Κοντά της, όμως, κάποια βράδια ένιωθα να με σκεπάζει μια άλλη μοναξιά, πιο τρομακτική από άλλες, εκείνη η μοναξιά που γεννιέται από το συμβιβασμό και μάλιστα από την ενοχή του συμβιβασμού. Είναι τότε που σε προδίδει ο ίδιος σου ο εαυτός. Ένιωθα πως η ανάγκη μου για ύπαρξη, η οποία ορίζεται μόνο μέσα από τη συνύπαρξη, με καθιστούσε αδύναμο στο να βιώσω τη μοναχικότητα που η αθώα ψυχή μου χρειαζόταν για να μη λερωθεί. Κι εγώ τη λέρωνα την αθωότητά μου κι ένιωθα να με εγκαταλείπει ακόμα και ο μέχρι τότε γνώριμός μου και αποδεκτός εαυτός. Θεωρούσα πως η ποιότητα του ανθρώπου αποδεικνύεται από το πώς βιώνει τη μοναξιά του κι εγώ τότε την απέφευγα μανιωδώς. Φοβισμένος μήπως και δεν υπάρξω, υπάρχοντας στη ζωή των άλλων  δεν άντεχα να μη βρίσκω κάποιο αντίκτυπο σε κάποιον άλλον, να μη βρίσκω αντίδραση στη δράση μου ώστε να αποκτήσει νόημα. Κι έτσι αυτοματαιωνόμουν ως αδύναμος. Η ανάγκη που είχα να καθρεφτιστώ, να ασφαλίσω την ύπαρξή μου μέσα από τα μάτια κάποιου που με αγαπούσε ή που δεν με αγαπούσε, άνοιγε το δρόμο να αξιωθώ μια μέρα να αντικρίσω εμένα, να με κατανοήσω, να με αποδεχτώ κι ίσως να με θεραπεύσω. Κι έτσι έμενα μόνος μαζί με άλλους κοντά μου.

Σήμερα, που είμαι παντρεμένος με μια υπέροχη σύζυγο και έχω μια αξιολάτρευτη κόρη, νιώθοντας σπουδαίος κοντά τους, σήμερα που εργάζομαι ώρες πολλές και απασχολούμαι από διάφορα θέματα καθημερινών αναγκών και πρακτικών συμβίωσης απλώνεται πάλι μέσα μου μια θάλασσα ερημιά, πάλι κάτι μου λείπει στον κόσμο γύρω μου και στον κόσμο μέσα μου. Ενίοτε νιώθω σαν αυτιστική αυτή την αβάσταχτη αίσθηση της μοναξιάς μου που βυθίζεται στις φωνές των ανθρώπων γύρω μου, στα χάδια και τις αγκαλιές. «Καλημέρα, Ιωσήφ», μου λένε. «Καλημέρα», τους απαντάω και μένω πάλι μόνος στον χωμάτινο εαυτό μου.

Ξυπνάω το πρωί, κάθομαι στο κρεβάτι μου πριν σηκωθώ και τότε υψώνεται πάλι μέσα μου αυτή η απύθμενη μοναξιά. Πλέον, όμως, οι αμυντικοί μηχανισμοί μου ξυπνάνε κι αυτοί μαζί με μένα. Κι έτσι, μετά από λίγο νοηματοδοτώ τη ζωή μου, βρίσκω λόγους για να αξίζει η μέρα μου. Όταν παίρνω το ποδήλατο και κάνω βόλτες στα χωριά έξω από την πόλη (μερικές συνήθειες δε χάνονται ποτέ) ανακαλύπτω μικρές χαρές στη φύση. Όταν παρατηρώ τους ανθρώπους μέσα στα αυτοκίνητα, στο ασανσέρ για το γραφείο ή τους περαστικούς στο δρόμο προσπαθώ, ναι προσπαθώ να δω, να ξεχωρίσω στα μάτια μου εκείνους που χαμογελούν, που εκπέμπουν θερμότητα, εκείνους που και με σκυμμένο το κεφάλι κοιτάνε ψηλά. Όταν κοιτάζω τα αστέρια λέω να μην τα βλέπω σαν το κεφάλι καρφίτσας κρύα, αλλά να τα βλέπω σαν χρυσόσκονη που είναι έτοιμη να πέσει να με αγκαλιάσει. Όταν χαζεύω τη θάλασσα να μην τη βλέπω σαν εμπόδιο που χωρίζει τα νησιά, αλλά ως δίοδο που τα ενώνει και τα κάνει ένα. Όταν ακούω ένα κλάμα να μη λέω πως κάποιος πενθεί, μα πως ένα μωρό γεννήθηκε. Όταν βρέχει βροχή δυνατή να μη λέω «θα πνιγούμε», αλλά «ας κολυμπήσουμε». Κι εκεί που νιώθω μόνος να λέω πως «ναι, είσαι μόνος, πάντα έτσι ήσουν αλλά μόνος μαζί με τους άλλους με τους θλιμμένους, με τα αστέρια, με το βρεφικό κλάμα και τη βροχή.

Καταλήγω έστω και αργά πως η ευτυχία και η χαρά απαιτούν προσπάθεια και γενναιότητα από την βαθιά και νωθρή ψυχή μου. Δεν μου χαρίζονται απλόχερα, ποτέ δεν μου δόθηκαν αμισθί. Πρέπει να γίνω άξιός τους με κόπο και αγώνα προσωπικό, να ελπίζω ακόμα κι όταν απογοητεύομαι κι όταν απελπίζομαι, ακριβώς γιατί την καταναλώνω ασύστολα την καημένη την ελπίδα μου. Εγώ, όμως, πάλι και πάλι να την απομυζώ από μέσα μου. Αστείρευτη να τη νομίζω, για να είναι!  Α! κι εκείνη η μελαγχολία της μοναξιάς μου νομίζω πια πως δεν εξημερώνεται χωρίς την πίστη πως όσο κοιτάμε το ίδιο φεγγάρι και όσο μας ζεσταίνει ο ίδιος ήλιος δεν είμαστε μόνοι. Θα την καταπραΰνω την μοναξιά μου, θα το εξημερώσω το θηρίο της μέσα μου και ίσως μια μέρα να αποκτήσει άλλο νόημα εκείνο το «Καλημέρα, Ιωσήφ» κι ίσως δε θα ‘ναι πια η μοναξιά μου.