Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Μια κλεφτή ματιά στο παρελθόν. Πόσο πολύτιμη θα μπορούσε να είναι; Έκλεισα τα μάτια. Χάθηκα για μια στιγμή, μέσα σε έναν τοίχο ζωγραφισμένο με χρώματα πόνου και έντονα συναισθήματα. Ήταν τολμηρό, αλήθεια, να γυρίσω μέρες, μήνες, χρόνια πίσω και να θυμηθώ. Ποια ήμουν; Ποια είμαι; Αναρωτιόμουν τι απέγιναν όλα αυτά. Καθώς ξεφύλλιζα το ημερολόγιο της ζωής μου, έβλεπα εμένα στο τότε και εμένα στο τώρα. Μίλια μακριά από την δυσάρεστη και απελπιστική κατάσταση στην οποία είχα τοποθετήσει τον εαυτό μου. Η ανάγνωση των σκέψεων που συνήθιζα να έχω μου προκαλούσε ανατριχίλα και ήταν ομολογουμένως, ενίοτε, τρομακτική.
«Μια στιγμή αρκεί, για να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή σου», πάντα το πίστευα αυτό. Και ναι, ήταν μια στιγμή. Ή μήπως ήταν πολλά περισσότερα τελικά; Άνοιξα τα μάτια και προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου. Όταν ήμουν πιο μικρή, σχεδίαζα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια για το μέλλον. Ώσπου, ξαφνικά, όλα κατέρρευσαν. Απεγνωσμένη καθώς ήμουν όλα τα προηγούμενα χρόνια, με συχνά επεισόδια κατάθλιψης και τάσεις αυτοκαταστροφής να συνοδεύουν το ταξίδι μου, έκαιγα τον εαυτό μου σιγά σιγά και δημιουργούσα μια φωτιά που δύσκολα θα έσβηνε. Ο εαυτός μου μετατράπηκε σε στάχτη και χάθηκε κάθε ίχνος αισιοδοξίας. Είχα χάσει τα πάντα. Είχα χάσει την πίστη μου, είχα χάσει το κουράγιο μου, είχα χάσει τις ελπίδες μου κι έτσι αισθανόμουν ότι μαζί με όλα τα υπόλοιπα, οι άνθρωποι της ζωής μου θα χάνονταν στο χρόνο. Μόνη. Η καρδιά μου πάγωσε για λίγο, ίσως και για πολύ. Λύγισα, άδειασα, έσπασα. Ήταν πραγματικότητα ότι είχα φτάσει σε ένα τέλμα; Και αν ναι, θα κατάφερνα ποτέ να βρω έναν τρόπο να ξεφύγω; Από ποιον να ξεφύγω όμως; Από εμένα την ίδια; Ήθελα να ακούσω το είναι μου που κραύγαζε για βοήθεια, σε μια ατέρμονη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανό… να βρει φτερά και να πετάξει, να μείνει έστω εδώ να πολεμήσει. Να νικήσει. Αλλά με άφηνα, μήπως και περάσουν όλα με τον καιρό.
Όσο με άφηνα, με άφηνε και η ζωή. Ξέρεις, αυτό που κατάλαβα ήταν ότι για να κατορθώσω να αναγεννηθώ μέσα από τις στάχτες μου θα έπρεπε να καταβάλω μια τεράστια προσπάθεια. Είχα ξεχάσει πώς είναι να ζεις, να αναπνέεις ελεύθερα, να μαθαίνεις, να δημιουργείς, να χορεύεις, να αγαπιέσαι και να αγαπάς με όλη σου την καρδιά. Όμως η επιλογή ήταν στο χέρι μου και να κάνεις επιλογές συνεπάγεται να έχεις ευθύνες. Πονάει. Πονάει πολύ να πολεμάς τον ίδιο σου τον εαυτό και γυρνάς την πλάτη στην ευτυχία. Κι όταν η φωτιά είχε γίνει πλέον αισθητά μεγάλη, ήρθε η στιγμή που έπρεπε να επιλέξω: να συνεχίσω να προδίδω εμένα την ίδια ή να πάρω τη ζωή στα χέρια μου και να χαράξω νέα πορεία. Και φάνηκε ότι με αγαπούσα τελικά. Όχι τόσο όσο χρειαζόταν για να αποφύγω όσα μου προκάλεσα αλλά αρκετά για να μπορέσω να κρατηθώ από όπου μπορούσα, όσο μπορούσα.
Αρκούσε μονάχα να σκουπίσω τα δάκρυα και να πάψω να λυπάμαι. Αρκούσε μονάχα να κοιτάξω γύρω μου, όλα τα χρώματα που ομόρφαιναν τη ζωή μου, τους ανθρώπους που πάλευαν σιωπηλά μαζί με μένα, για μένα. Αρκούσε μια στιγμή για να πάψω να φοβάμαι και να σηκωθώ και να χορέψω με ό,τι μπορώ, με ό,τι θυμάμαι! Να αρχίσω να ζω! Ήθελα. Ήθελα πολύ. Μόνο όταν πίστεψα ότι το αξίζω μπόρεσα να αγκαλιάσω εγώ τον εαυτό μου και να πάψω να αναζητώ αυτή την ασφάλεια μέσα από τους άλλους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άνθρωποι της ζωής μου σταμάτησαν να με αγκαλιάζουν και να είναι εδώ για μένα. Για να πω την αλήθεια, ήταν εντυπωσιακό ότι με αγκάλιαζαν πλέον ακόμη πιο σφιχτά. Κι εκεί που νόμιζα ότι είχα χάσει τα πάντα, βασανιστικά αργά, διέκρινα τις πληγές που είχαν σχεδόν επουλωθεί με το χρόνο. «Πέρασε ο χειμώνας», σκέφτηκα. Απέμειναν μόνο οι αναμνήσεις από τις δύσκολες στιγμές και η σκόνη από τις στάχτες που δημιουργήθηκαν. Κι αν με ρωτούσε κανείς, εγώ δε θα άλλαζα τη διαδρομή. Γιατί ήξερα ότι τώρα ήμουν, για πρώτη φορά, πιο «εγώ» από ποτέ. Γεννημένη από τις στάχτες μου…
Μια κλεφτή ματιά στο παρελθόν.
Πόσο πολύτιμη μπορεί να είναι, τελικά!