Ποίημα: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


I

Εγώ έχω ένα λαμπρό όνομα θεάς και λίγο τίμησα το όνομά της, γιατί είμαι ένας κακοτεχνίτης κεραμοποιός από την Κόρινθο.
Δεν πιάνουν τα χέρια μου κι είμαι μόνιμα αφηρημένος.
Δεν έμαθα ποτέ το επάγγελμα.
Δεν παρατήρησα ποτέ τα δάχτυλα του τεχνίτη, όταν έπρεπε.
Δεν μιμήθηκα τεχνοτροπίες και στρατηγικές: ό,τι ήταν να πω το πετούσα ελεύθερο σα βλαστήμια αντανακλαστικού πόνου, σαν κατάλοιπο βρογχίτιδας, ανακούφιση ασθενή σε ανάρρωση. Αλλά ο πολύς κόσμος τρομάζει με την ευθύτητά μου, όπως κι εσύ που στο άκουσμα μιας λέξης, πήγες αλλού και μετοίκισες.

 

II

Ο πρωτομάστορας, λοιπόν, με φώναζε τεμπέλη και με τιμωρούσε αφήνοντάς με νηστικό. Κι έτσι, όταν όλοι έτρωγαν παστές σαρδέλες και φακές με πολυκαιρινό ξύδι, εγώ μιλούσα στα πουλιά και έπιανα φιλίες με τις κότες της αυλής. Αυτές μου έμαθαν να λέω ωραίες ιστορίες και παραμύθια κι έναν ύμνο μακρόσυρτο για την Αφροδίτη, τόσοι οι στίχοι, όσοι για χίλια βήματα, κουράγιο στον περαστικό που στέκεται κάτω από το πεύκο, του οποίου λυγίζουν τα γόνατα από τον έρωτα, και λαχανιάζει από την ανάγκη και την ανηφόρα.

 

III

Εσύ δεν το ξέρεις, αλλά θέλει κόπο να γυρίζεις τον τροχό, να γίνεται ψιλόφλουδο το αγγείο, να τραβάς ωραίες γραμμές, να ζωγραφίζεις τη ρώμη στα μπράτσα των ηρώων, το αδιάφορό τους μάτι, το φθόνο των θεών, τις πλεξούδες της Μέδουσας…
Θέλει υπομονή κι εγώ δεν έχω πια.
Ούτε και δύναμη στα πόδια. Ούτε κι απ’ αυτήν έχω. Αλλιώς θα είχα τρέξει και θα σε είχα προλάβει πριν φύγεις. Θα συμμετείχα κι εγώ στα Πύθια, στον αγώνα δρόμου, στην πάλη, σε πένταθλο, μαζί με τους άλλους. Θα σε κέρδιζα και θα επιστρέφαμε μαζί στο σπίτι. Θα τοποθετούσαμε το έπαθλο, κατσαρό αγριοσέλινο στο βάζο. Θα μύριζε η κάμαρη υπερηφάνεια. Θα χυνόμουν στον αέρα. Θα σου άνοιγαν τα ρουθούνια. Εσύ θα με εισέπνεες. Θα με κατάπινες. Ο δόλος μου θα σου ήταν ευχάριστος.

 

IV

Μικρός έφτιαχνα άζυμα κουλούρια από αλεύρι και νερό, και τα έσπρωχνα στα στόματα των νηστικών και των ονειροπόλων. Αυτοί δε νοιάζονται για τις φόρμες, τα σχήματα, για την καμένη κρούστα, για την παραμόρφωση που τους δίνουν τα στραβά χέρια μου κι η αζύγιαστη πίεση των φαλάγγων. Η προσμονή τους κάνει να τα καταπίνουν αμάσητα και για λίγο παύει η πείνα τους κι ο πόνος. Αυτοί ξεγελιώνται εύκολα όπως τα παιδιά. Οι υπόλοιποι βρίσκουν πάντα να σου πουν κάτι εναντίον. Ας είναι.

 

V

Το σιτάρι όμως σπανίζει στην ξερή πατρίδα μου. Κυρίως, όταν τα καράβια αργούν να φτάσουν και να ξεφορτώσουν από τις αποικίες, από τις Συρακούσες και τον Τάραντα. Αλλά αφθονεί ο πηλός, η άργιλος στις παραλίες με τις καλαμιές. Μια κατηφόρα δρόμος. Ένα τσιγάρο σκέψη.

 

VI

Κι έφτιαξα κι ένα μεγάλο πιθάρι να κρύβω την καμπούρα μου από τους περαστικούς. Και του έβαλα ψάθινο καπάκι για να βλέπω τα αστέρια και να μετράω τον καιρό, πότε γεμίζει και αδειάζει το φεγγάρι κι αν στας δυσμάς έχει σηκωθεί αέρας και βροχή κι εσύ αν άραγε παγώνεις, μήπως, πέφτοντας σε ύπνο βαθύ, σε όνειρο καλό κι ευχάριστο, ευχή του πεπρωμένου και της μάνας σου, έχεις πετάξει τις κουβέρτες και κοιμάσαι ξεσκέπαστος.

 

VII

Και φτιάχνω κούκλες πήλινες κι αλόγατα κι άμαξες που σέρνουν βόδια, για τα παιδιά παιχνίδια και φυλαχτά για τις ανύπαντρες και ψεύτικα σκουλαρίκια, φτηνά αναθήματα για τους κατώτερους θεούς και τους ξυπόλητους δαίμονες.

 

VIII

Εγώ είμαι ένας λιανοπωλητής, ένας άθλιος εμποράκος από την Κόρινθο. Στήνω τον πάγκο μου, και πουλάω την πραμάτεια μου. Έμαθα, για χάρη σου, να κλέβω στο ζύγι και να νερώνω τη μπογιά. Να αυξήσω το κέρδος. Γιατί μαύρισαν τα χέρια μου από τους οβολούς και τις τρύπιες δεκάρες. Και δεν έχω τίποτε άλλο να σου προσφέρω παρεκτός από ποιήματα, στίχους απλούς, χωρίς κατάληξη στο τέλος.

 

 

Αφιερώνεται στον Marco Palmigiani