Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τι ωραία μέρα η σημερινή! Είναι και Απρίλης, μήνας που πάντα ερωτεύομαι ή που ο έρωτάς μου ανοίγει μαζί με τη φύση και ξεδιπλώνεται πελώριος σαν κήπος. Και ενώ ο ουρανός είναι βαρύς και γκρίζος, σχεδόν άσπρος έξω από το παράθυρό μου και ενώ ο καφές μου όσο περνάει η ώρα κρυώνει και ενώ περιμένω να μας ανακουφίσει με μια βροχή η μέρα, θυμάμαι κι όλο θυμάμαι ποιήματα που έχω διαβάσει, που έχω αφιερώσει, που με έχουν σημαδέψει, που θέλω να μη θυμάμαι, που καλύτερα να μη θυμάμαι. Παίζει και στο ραδιόφωνο κάτι κομμάτια της Καραΐνδρου, περιμένω και μια απάντηση για δουλειά, αγωνίζομαι να καθαρίσω κι ένα λεκέ και σκέφτομαι κάτι στίχους. Μα στα χείλη μου καρφώθηκε ένας συγκεκριμένος: «Κι εγώ θέλω να σωπαίνω τις λέξεις πάνω σου». Δεν θυμάμαι καν ποιανού είναι, πού τον διάβασα, αλλά είμαι σίγουρη πως αυτός περιγράφει υπέροχα τι μπορεί να σημαίνει ποίηση… Να σου μιλάω, να μου μιλάω, να με αναζητώ, να μας αναζητώ κι εκεί να διοχετεύω όλες τις ανησυχίες και αστοχίες μας.

Τι απόφαση κι αυτή! Να αφιερώνεις ώρες από τη ζωή σου για τις λέξεις, όχι τους φθόγγους και τα γράμματα που συνταιριάζονται και λένε τον ουρανό ουρανό και τον έρωτα έρωτα. Αλλά τις λέξεις που μπαίνουν σε τέτοια σειρά η μία δίπλα στην άλλη, εκείνες που τοποθετούνται σοφά η μία δίπλα στην άλλη με προσοχή, άλλοτε με τρυφερότητα κι άλλοτε με πόνο ή ξέχειλη αγάπη. Να τις γιορτάζεις για τότε που παίρνουν άλλη υπόσταση, εκπνέουν άλλη πνοή, αποκτούν άλλη βαρύτητα και παίρνουν τη μορφή που ο εγκέφαλος, το σώμα και η καρδιά με μεγάλη ακρίβεια σχηματίζουν. Να, τώρα, σκεπτόμενη αυτά έρχεται στο μυαλό μου συνειρμικά και δίκαια εκείνος ο στίχος του Τσέχοφ «είμαι ένας γλάρος» που αποκτά τόση λυρικότητα με την αναστροφή των λέξεων ως εξής: «ένας γλάρος είμαι», τότε που το λες και νομίζεις πως είσαι όντως ένας γλάρος με ανοιχτά φτερά και απέραντη ελευθερία έτοιμος να πετάξεις απλώς και μόνο γιατί; Γιατί προηγήθηκε η μία λέξη από την άλλη. Ας τις γιορτάσουμε τις λέξεις καρφιά και τις λέξεις φτερά σήμερα… ας ακουμπήσουμε τη σιωπή μας κάπου σήμερα.

Άλλωστε πόσο μακρύ και πλούσιο είναι το ταξίδι με τους ποιητές και τους στίχους τους που έρχονται και μπαίνουν μες τη ζωή του καθενός μας και γινόμαστε μια μέρα ή μια στιγμή ένα, δημιουργοί και αναγνώστες, ένα στο βίωμα, ένα στην αγάπη, ένα στον πόνο, ένα στη χαρά. Συνταξιδιώτες ξένοι μα τόσο γνώριμοι, έτσι, μου μοιάζουμε… Έρχεται και σε ξεκαλουπώνει από τη μοναξιά σου αυτό το ταξίδι και σε εντάσσει σε κύκλο αλυσιδωτό συνεχή και αιώνιο με σένα κρίκο απαραίτητο σε αυτό το δεσμό που νοηματοδοτεί το βίο, τον εαυτό και τις συναντήσεις. Αποκαλύπτει την οικουμενικότητα της ύπαρξής σου και τη διαχρονικότητα και κλασικότητα της ανθρώπινης υπόστασής σου με τις βαθιές ανάγκες και απαιτήσεις σου για να σου δείξει πού ανήκεις και να σε τοποθετήσει στη σωστή σου διάσταση, την αληθινή, να σε προσγειώσει για να σε εκτοξεύσει…

Και το ταξίδι μου έχει κάποιους βασικούς σταθμούς που μάλλον κάτι θα αποκαλύπτουν αυτοί για μένα. Πρώτος σταθμός μου, που μικρή ανακάλυψα, ήταν ο Καβάφης. Πάντα μου αγαπούσα το στίχο του από το ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος», γιατί είναι ελπιδοφόρος και γεμάτος πίστη σκεπάζει τις πιο ανήσυχες σκέψεις μου. Άλλοτε, σταματώ σε γυναίκες ποιήτριες, με τον κρυφό λογισμό πως υπάρχει φύλο στην ποίηση, αλλά καμιά φορά πως μέσα σε αυτή αποκαλύπτεται ότι ίσως και να είμαστε διαφορετικά όντα από τους άντρες, εμείς οι γυναίκες. Έτσι όταν είμαι θλιμμένη έρχεται σαν ασπίδα και χάδι εκείνος ο απλός στίχος της Κικής Δημουλά που για μένα τόσα σημαίνει: «Περπατώ και νυχτώνει. Αποφασίζω και νυχτώνει. Όχι, δεν είμαι λυπημένη». Δεν με ενδιαφέρει να τα εξηγώ όλα, αλλά να τα συναισθάνομαι όχι όπως τα εννοεί εκείνη αλλά όπως το βαθύ μου βίωμα και η βαθιά βαθιά μου ανάγκη απαιτούν. Να απλώνουν μέσα μου και να βάζουν σε τάξη την αταξία μου. Να μπαίνουνε λέξεις όσα μέσα μου δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος.

Όταν πάλι αλλάζει η ζωή μου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κι εγώ αντιστέκομαι σθεναρά σε οποιαδήποτε έστω και μικρούλα αλλαγή, μήπως και χαθώ από την ασφάλεια και τη σιγουριά του ήδη υπάρχοντα και γνώριμου κόσμου μου, εδραιώνεται περήφανα μέσα μου ένας άλλος σπουδαίος στίχος της, εκείνος που με θίγει και λιγάκι εμένα ή καμιά φορά άλλους που φαντάζουν στα μάτια μου δειλοί: «Άλλοι λεν ως την άνοιξη. Άλλοι φοβούνται δια βίου». Είναι τότε που ο φόβος μου χτίζει τοίχους εμπόδια μπροστά μου και οι εποχές περνάνε από δίπλα μου αθόρυβα και ύπουλα. Είναι τότε που η ενοχή μου για τον φόβο μου μπαίνει σε λέξεις από μια άλλη γυναίκα σε ένα κομμάτι χαρτί και εμείς οι δύο, εκείνη κι εγώ, με άγνωστες ζωές γινόμαστε ένα όχι στη σκέψη αλλά στην απελευθέρωση που χαρίζει η έκφραση του λόγου.

Αυτές τις μέρες που έχω έντονες ανησυχίες για τη δυναμική της μνήμης και της λήθης, για τα αδιάκριτα όριά τους, για την ανεπαίσθητη διαφορά της αλήθειας και της λήθης με το ένα εκείνο άλφα, βρίσκω απαντήσεις στον στίχο που λέει «ας την πιστέψουμε (τη λήθη) πως είναι μια παρεξηγημένη μνήμη κατά βάθος».

Και για τον έρωτα, αα ναι για τον έρωτα, ο Ρίτσος βάζει σε πέντε μονάχα λέξεις όλο τον κόσμο συνοψίζοντας αυτό που νοηματοδοτεί βίο και ύπαρξη και συνάντηση: «Ζητώντας το θεό, ζητούσα εσένα» στην Εαρινή του Συμφωνία.

Αν μπορούσα θα έγραφα ώρες αναμασώντας στίχους, που στην πένα άλλων γεννήθηκαν και εμένα όρισαν με τον ορισμό τους. Μα ίσως είναι ανώφελο.

Κάποτε πάλι σκέφτομαι πως η πιο ποιητική ύπαρξη είναι πάντα η ερωτευμένη ψυχή είτε με πρόσωπο είτε με την ιδέα του έρωτα είτε με την ευλογία της ζωής. Όταν ρώτησα έναν νέο άντρα τι σημαίνει για εκείνον ο τίτλος μια ποιητικής συλλογής «Άνω Τελεία», περίμενα να ακούσω ως απάντηση πως δηλώνει μια μικρή παύση λίγο πριν το τέλος μιας σχέσης ίσως, της ζωής της ίδιας ίσως. Εκείνος με απόλυτη απλότητα και αυθορμητισμό πηγαίο μου είπε: «Εμένα μου θυμίζει την ελιά που έχεις πάνω ψηλά στο μάγουλό σου κάτω από το μάτι σου. Μέρες την παρατηρώ. Είναι η τελεία εκεί πάνω, αυτή είναι η άνω τελεία που με ρωτάς…». Και έτσι, αναρωτιέμαι αν η ποίηση είναι τόσο ξένη και μακρινή και άπιαστη όσο πολλές φορές τη νομίζουμε γιατί μας δυσκολεύει ή αν είναι τόσο μέσα μας ριζωμένη, που τίποτα από αυτή δεν μας χωρίζει αφού αναδύεται από το πνεύμα μας κι η λυρικότητά της γεννιέται από τη φύση μας.


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:

Σταυρόπουλος, Σταύρος (2012). Τα σκήπτρα της φωνής. Translatum.gr

Καβάφης, Κωνσταντίνος Π. (2013). Απολείπειν ο θεός Αντώνιον. Αθήνα: Νεφέλη.

Chekhov, Anton Pavlovich (2014). Ο γλάρος. Μετάφραση Χαρά Σύρου. Αθήνα: Κάπα Εκδοτική.

Δημουλά, Κική (2016). Άνω τελεία. Αθήνα: Ίκαρος.

Δημουλά, Κική (1997). Το λίγο του κόσμου (ποιήματα Πέρασα, Οι Αποδημητικές Καλημέρες). Αθήνα: Στιγμή.

Δημουλά, Κική, (2005). Χλόη θερμοκηπίου (Ποίημα Δια της εις άτοπον λήθης). Αθήνα: Ίκαρος.

Ρίτσος, Γιάννης (2005). Εαρινή συμφωνίαΑθήνα: Κέδρος.