Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος
Ιστορίες μιας σελίδας. Σελίδα 36.
Την ημέρα αυτή θα ζωγράφιζαν με δαχτυλομπογιές. Ήταν κάτι ζουμερά χρώματα σε μικρά πλαστικά βαζάκια που τα χρησιμοποιούσαν μια ή δυο φορές το χρόνο. Αν δεν παραπονιόντουσαν οι μανάδες για τα λερωμένα ρούχα, σίγουρα τότε η συχνότητα αυτή θα ‘χε να κάνει με το κόστος. Προφάνως το νηπιαγωγείο του μικρού χωριού δε θα το άντεχε. Ωστόσο ήταν τα χρόνια τα καλά, που οι αγρότες έπαιρναν λεφτά και αυτές οι δυο φορές το χρόνο ήταν αρκετές για να τον μαγέψουν. Και όταν οι δασκάλα τους τους είπε ότι την επόμενη μέρα θα ζωγραφίζαν με δαχτυλομπογιές δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Αν και το κομμάτι της προηγούμενης ημέρας του διαφεύγει, μιας και στη μνήμη του συγκράτησε κυρίως την επομένη, ακόμα και σήμερα, υποθέτει πως θα ήταν τρελαμένος από την χαρά του και πως θα μιλούσε μόνο γι’ αυτό. Σίγουρα θα ‘χε προβάρει με τους μαρκαδόρους του στο μπλοκ ζωγραφικής του τα σχέδια που σκόπευε να κάνει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά του και σίγουρα θα ζάλισε αρκετά τους δυο του γονείς με το νέο που ερχόταν.
Κι έτσι την άλλη μέρα η μητέρα του δεν ξαφνιάστηκε, ούτε του το αρνήθηκε να πάει νωρίτερα στο σχολείο του. Μικρό το χωριό και ήταν συνηθισμένο να πηγαίνουν τα παιδιά μόνα τους, ακόμα και από το νηπιαγωγείο.
Έφυγε λίγο μετά από τα μεγαλύτερα του αδέρφια που ήταν μαθητές δημοτικού αλλά σχεδόν μια ώρα νωρίτερα από τη συνηθισμένη. Τόση η χαρά του. Και έφτασε νωρίτερα. Σχεδόν έφτασε δηλαδή. Ίσως η αλλαγή προγράμματος, ίσως η τόση χαρά. Λίγο πριν φτάσει στο σχολείο του χέστηκε πάνω του.
Πάνε οι δαχτυλομπογιές. Πάει η χαρά. Ακόμα θυμάται να κάνει κλαίγοντας τη διαδρομή πίσω στο σπίτι του. Δεν θυμάται να ‘ναι από ντροπή. Άλλωστε σε μια περίεργη γριά είπε ότι αρρώστησε και έκλαιγε γι’ αυτό. Ήταν που δεν θα ζωγράφιζε με τις αγαπημένες του μπογιές. Κι ήθελε χρώματα εκείνη την ημέρα πολλά. Εν τέλει έμεινε μ’ αυτό το ένα.