Κείμενο: Αναστασία – Μαρία Ζαβιτσάνου,
Βιοχημικός – Διδάκτωρ Μοριακής Ογκολογίας &
Ανοσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Το φαγητό από την πρώτη μέρα της γέννησής μας καθορίζει σημαντικά την εξέλιξη και την επιβίωσή μας. 

Ως μαθήτρια Λυκείου θυμάμαι ότι όσο πιο σύντομο ήταν το φαγητό τόσο το καλύτερο. Έτρωγα βιαστικά το μεσημεριανό μου ώστε να τρέξω στις δραστηριότητές μου -μπαλέτα, μπάσκετ, ζωγραφικές- ή να προλάβω τα διαβάσματά μου και τα ιδιαίτερα. Ως φοιτήτρια στο Λονδίνο, καταβρόχθιζα καθημερινά ένα παγωμένο σάντουιτς από την καντίνα μεταξύ των διαλέξεων. Το βραδινό μου αποτελούνταν από ρύζι με κρέας ή μακαρόνια με σάλτσα -σχεδόν πάντα έτοιμη. Το σπίτι μου δεν είχε παραπάνω από τρία μπαχαρικά -αλάτι, πιπέρι, ρίγανη. Ώσπου κάποια στιγμή έκατσα σε πολίτικο τραπέζι

Η προετοιμασία του τραπεζιού ξεκινάει τουλάχιστον δύο μέρες πριν και η συμμετοχή είναι υποχρέωση κάθε μέλους της οικογενείας. Παιδιά και γονείς ξεχύνονται στους δρόμους για την εύρεση των απαραίτητων υλικών. Τα πιο κοινά υλικά, όπως λεμόνια και πατάτες, αγοράζονται από τη λαϊκή ή το σουπερμάρκετ. Η οικοδέσποινα θα ψηλαφίσει καθένα από αυτά τουλάχιστον ένα λεπτό και θα τα μυρίσει άλλα τρία -είναι ο καλύτερος τρόπος άλλωστε να διασφαλιστεί η ποιότητά τους. Τα πιο εκλεκτά υλικά, όπως κρέατα και τυριά, θα αγοραστούν από τον γνωστό στην οικογένεια ντελικατέσεν.

Όταν το μαγείρεμα ξεκινάει, η οικοδέσποινα αναλαμβάνει τον ρόλο του σεφ, αναθέτοντας εργασίες και έχοντας την ευθύνη του τελικού αποτελέσματος. Ο οικοδεσπότης αναλαμβάνει συνήθως την κοπή των κρεάτων και των ψαρικών. Θα είναι ο ίδιος που θα διαρρυθμίσει τις θέσεις των καλεσμένων (θείων, παππούδων, ξαδερφιών και κοντινών φίλων) και που θα ενώσει δυο-τρία τραπέζια στη σειρά ώστε να καθίσουν όλοι άνετα. Τα παιδιά βοηθάνε στο πλύσιμο των λαχανικών και στα διάφορα ανακατέματα. Το σπίτι γεμίζει με όμορφες μυρωδιές και γέλια.

Τη μέρα του δείπνου βγαίνουν τα πιάτα και τα κολονάτα ποτήρια που βρίσκονταν όλον αυτόν τον καιρό στη βιτρίνα. Οι χαρτοπετσέτες είναι ζωγραφισμένες και τα μαχαιροπίρουνα γυαλισμένα. Το τραπέζι έχει το λιγότερο είκοσι διαφορετικές λιχουδιές σκορπισμένες σε μικρά πιατάκια. Το κάθε φαγητό από αυτά είναι περίτεχνα διακοσμημένο και κρύβει στα σωθικά του τουλάχιστον 5-6 περίεργα μπαχαρικά.

Οι καλεσμένοι αρχίζουν να γεύονται τις μαγειρικές δημιουργίες. Τα κοπλιμέντα για την ταλαντούχα μαγείρισσα πέφτουν βροχή. Οι αναμνήσεις της Πόλης ξυπνάνε. Η μία ιστορία διαδέχεται την άλλη. Καθεμιά φέρνει δυνατά γέλια που ακούγονται ως την Ακρόπολη. Τα τσουγκρίσματα των ποτηριών κάθε λίγο και λιγάκι θυμίζουν τις καμπάνες της Αγιας-Σοφιάς.

Το δείπνο εκείνο ήταν για την οικογένεια, ήταν για εκείνα τα γέλια, για τα κοπλιμέντα, για το αυγουστιάτικο φεγγάρι στον ελληνικό ουρανό. Ήταν για τις αναμνήσεις.

Δύο βδομάδες μετά, μετακόμισα μόνιμα στη Ν. Υόρκη. Άρχισα να βλέπω ξανά ανθρώπους να τρώνε παγωμένα σάντουιτς στο πόδι τρέχοντας να προλάβουν. Άρχισα να βλέπω ξανά ανθρώπους να τρώνε μόνοι τους πληκτρολογώντας ασταμάτητα στα κινητά τους.

Ένα μεσημέρι, ενώ έτρωγα μαριναρισμένο κοτόπουλο με κουσκούς και σάλτσα γιαουρτιού, έλαβα ένα μήνυμα από τον καθηγητή μου:

«Μπορούμε να μιλήσουμε άμεσα για το project της επόμενης εβδομάδας;»

«Φυσικά! Να το κάνουμε σε μισή ώρα γιατί τώρα τρώω;» απάντησα.

«Βιάζομαι να φύγω.»

«Δυστυχώς! Τώρα τρώω!» Και πέταξα το κινητό μου στην τσάντα.

Και κάπως έτσι έμαθαν τα meetings, τα projects και όλοι οι βιαστικοί να περιμένουν.

Το δείπνο εκείνο ήταν για τη ζωή. Και κάπως έτσι έμαθα κι εγώ να ζω.