Κείμενο: Αναστασία Μιχαήλ
Φοιτήτρια, Φωτογράφος και Καλλιτέχνιδα

Επιμέλεια: Σοφία Ποιμενίδου
Φιλόλογος


Μια μέρα το μικρό παιδάκι άρχισε να απορεί για τον κόσμο, άρχισε να ρωτάει “γιατί;”, “πώς;”, “γιατί όχι;”… μα δυστυχώς με τα χρόνια το έμαθαν να μην ρωτάει. Mε τα χρόνια συνήθισε το “έτσι” για απάντηση και, όσο πέρναγε ο καιρός, αυτές οι απορίες θάβονταν μέσα του. Όσο μεγάλωνε, μάθαινε να δικαιολογεί τα “έτσι”, να μην ρωτάει πια “γιατί”, να αγνοεί το “πώς” και να φέρεται με την λογική του “γιατί όχι”… και μια μέρα είδε τον κόσμο γύρω του καθαρά… μια μέρα άνοιξε τα μάτια και το τότε γεμάτο απορία παιδί ξαναγύρισε.

Με μία διαφορά… αυτή τη φορά το παιδί δεν απορούσε. Αυτή τη φορά ήταν τρομοκρατημένο. Γιατί δεν έβλεπε; Πώς μπορεί ο κόσμος του να είναι έτσι και αυτό να μην το έβλεπε τόσο καιρό; Γιατί όταν οι ερωτήσεις απλώνονταν γύρω του απάνταγε με “γιατί όχι” και έστριβε απαξιωτικά το κεφάλι; Γιατί απαντούσε με “έτσι” ενώ μπορούσε να απαντήσει αλλιώς;

Το παιδί πια φοβόταν. Δεν φοβόταν τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό του. Όμως δεν ήταν πια παιδί. Ήταν μεγάλος άνθρωπος, πολίτης, σύντροφος και μετά θα ήταν πατέρας ή μητέρα… Και ο εαυτός του τον τρόμαζε. Γιατί πλέον δεν είχε τι απαντήσεις να δώσει, πλέον δεν μπορούσε καν να καταλάβει ούτε τις ερωτήσεις, δεν ήξερε γιατί ήταν έτσι ο κόσμος και δεν ήξερε γιατί τόσο καιρό δεν έκανε τίποτα για να εξηγήσει ή να δώσει κάποιες απαντήσεις σε όλα αυτά. Ένιωθε ότι είχε προδώσει τα πάντα για τα οποία πάλευε όντας ένα μικρό παιδί με απορίες.

Μην αφήσεις τις παιδικές χαρμόσυνες ερωτήσεις ζωής να γίνουν προϊόν τρόμου όταν μεγαλώσεις. Δώσε απαντήσεις για τον κόσμο και, αν δεν μπορείς να εξηγήσεις αυτά που βλέπεις, απλά χτίσε καινούρια. Αλλά μην πεις “έτσι” και μην πεις “γιατί όχι”…κρίμα δεν είναι για αυτό το παιδί που ρώταγε και ήθελε να μάθει να απαντάει;