Κείμενο: Kατερίνα Πουλιάση
Εικαστικός, Νηπιαγωγός
Εμψυχώτρια Καλλιτεχνικής Ομάδας ANIMA

Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη


To παρακάτω παιδικό διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Δευκαλίων (τεύχος 58, 2017) και παραχωρήθηκε από την ίδια την συγγραφέα, κ. Κατερίνα Πουλιάση, σε εμάς. Η εικονογράφηση του εξωφύλλου είναι αποτέλεσμα της ίδιας της εικαστικού.

 

Ύστερα από πολλές ημέρες ταξίδι, άρχισαν να πλησιάζουν στο Βόρειο Πόλο. Το χελιδόνι προσγειώθηκε για ν’ αφήσει την Λούδα. Από μακριά παρατήρησε μια μαύρη κουκίδα επάνω στο χιονισμένο τοπίο.

-Τι είναι κείνη η μαύρη κουκίδα;

-Πάμε να δούμε, είπε με περιέργεια η Λούδα.

-Μια μέλισσα.

-Οι μέλισσες δεν αντέχουν το κρύο. Μάλλον θα ξεπάγιασε.

Το χελιδόνι την σκούντησε με το ράμφος του, αλλά εκείνη δε κουνήθηκε.

-Ίσως συνέλθει, αν τη ζεστάνω με τα φτερά μου, είπε και την αγκάλιασε για λίγο.

Η μέλισσα άρχισε να κουνιέται. Άνοιξε τα μάτια της. Τίναξε το λιγοστό χιόνι από τα φτερά της:

-Ευχαριστώ πολύ, ψιθύρισε με φωνή ξεψυχισμένη απ’ το κρύο.

-Τι σου συνέβη; ρώτησαν το χελιδόνι κι η Λούδα μαζί.

-Είχα βγει να τρυγήσω μερικά άνθη. Ξαφνικά έπιασε χιονοθύελλα, που με παρέσυρε μίλια μακριά κι έχασα τη φωλιά μου. Περιπλανήθηκα αρκετή ώρα μες τον χιονιά, ώσπου έχασα τις αισθήσεις μου.

-Για καλή σου τύχη, βρεθήκαμε εμείς, είπε η Λούδα με υπερηφάνεια.

Το χελιδόνι προσπάθησε ν’ αλλάξει κουβέντα:

-Μήπως θα ήθελες να σε πάμε στη φωλιά σου;

-Μη σας βάλω σε κόπο, απάντησε συνεσταλμένα η μέλισσα. Άλλωστε είναι πια πολύ δύσκολο να την αναγνωρίσω μεσ’ το χιόνι.

-Εγώ μεταναστεύω σε άλλα μέρη πιο ζεστά. Εκεί θα μπορούσες να χτίσεις νέα φωλιά.

-Προτιμώ να μείνω εδώ, και να προσπαθήσω να βρω τη φωλιά μου. Δεν μπορώ ν’ αφήσω την οικογένειά μου. Αν τουλάχιστον ήταν πιο ζεστά τα ποδαράκια μου, θα μπορούσα να ψάξω γι’ αρκετό χρόνο.

-Ίσως τη βοηθούσε, αν της χάριζες ένα ζευγάρι απ’ τα παπούτσια σου, ψιθύρισε το χελιδόνι στη Λούδα.

-Δεν μπορώ ν’ αποχωριστώ τα παπούτσια μου, αρνήθηκε εκείνη.

-Στην φυλακή το έκανες με ευκολία, για να σωθείς! θύμωσε το χελιδόνι.

-Τι άλλο να έκανα; Αφού δε μου άρεσε να ζω εκεί μέσα!

-Οι δικαιολογίες δεν αρκούν, και τα παπούτσια δε σου χρειάζονται πια! Έλα για λίγο στην θέση της μέλισσας! Σκέψου πως θα ήταν αν είχες χάσει εσύ την οικογένειά σου.

Η Λούδα σκέφτηκε για λίγο:

‘Τι ωραία που θα ήταν αν είχα κι εγώ μια οικογένεια, που θα με υποδεχόταν με ζεστασιά! Δε θα την εγκατέλειπα ποτέ!’

Αμέσως έβγαλε τις μπότες της και της έδωσε στη μέλισσα.

-Θα σε ζεστάνουν, ώσπου να βρεις την φωλιά σου.

Η μέλισσα αναπήδησε από χαρά:

-Δε ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω, είπε κι αγκάλιασε τη Λούδα.

Εκείνη ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Λες κι άδειασε κι αλάφρυνε απ’ το βάρος της μοναξιάς της. Ένα βάρος που ένιωθε ως τότε, αλλά δε γνώριζε πώς να απαλλαγεί απ’ αυτό.

-Είναι ώρα να πηγαίνω κι εγώ, είπε το χελιδόνι.

-Στάσου! Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, είπε αποφασιστικά η Λούδα.

-Δε θα πας στο Βόρειο Πόλο;

-Όχι. Προτιμώ να πάω οπουδήποτε αλλού, παρά να χαθώ μεσ’ την παγωνιά από ξεροκεφαλιά μου.

Ανέβηκε στην πλάτη του, δίχως να αναρωτηθεί για τον επόμενο προορισμό.

Έπειτα από αρκετές ώρες ταξίδι, έφθασαν σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε Άνοιξη.

-Επιτέλους, ένα μέρος με νερό και δροσιά, κατάλληλο για ξεκούραση, παρατήρησε το χελιδόνι.

-Θα προτιμούσα να προχωρήσουμε, δίστασε η Λούδα.

-Μα τι λες πάλι;

-Αυτό το μέρος μου θυμίζει εκείνο που μεγάλωσα, εξήγησε φανερά λυπημένη.

-Σίγουρα έζησες πολλά άσχημα εκεί. Όμως, αν ψάξεις, κάτι όμορφο θα θυμηθείς.

-Προτιμώ ν’ ανακαλύψω καινούργια μέρη, παρά να σκαλίζω το παρελθόν!

-Καλά, καλά! Στάσου λίγο να ξεδιψάσω κι έπειτα προχωράμε.

Σε λίγο πετούσαν πάνω από άλλα μέρη όλο και πιο ζεστά, ώσπου άρχισαν να πλησιάζουν στην έρημο:

-Εδώ πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσουμε! είπε το χελιδόνι και προσγειώθηκε στο δέντρο μιας όασης. Θα ξεκουραστώ, ώστε να συγκεντρώσω δυνάμεις για τη συνέχεια του ταξιδιού μας. Έπειτα θα διαβούμε γοργά την έρημο, αν θέλουμε να μη ψηθούμε απ’ τη ζέστη.

Η Λούδα δε μίλησε. Μονάχα περίμενε υπομονετικά. Ξάφνου, μεσ’ τη γαλήνη της όασης, ακούστηκε κάποιος να κλαίει.

Ένας ψύλλος ήταν κρυμμένος κάτω απ’ το δέντρο τους. Πλησίασαν για να δουν τι συμβαίνει.

-Γιατί κλαις; τον ρώτησαν.

Ο ψύλλος σταμάτησε για λίγο το κλάμα:

-Επειδή δε θα καταφέρω να κερδίσω στους αγώνες, απάντησε παραπονεμένα.

-Σε ποιους αγώνες; ρώτησε η Λούδα.

-Στον Μαραθώνιο των Ψύλλων. Έβαλα στοίχημα με τους φίλους μου, ότι θα καταφέρω να διασχίσω την έρημο με πολύ γοργά πηδήματα.

-Και γιατί πιστεύεις ότι δεν θα κερδίσεις; ρώτησε το χελιδόνι.

-Επειδή ο Μαραθώνιος ξεκίνησε κι εγώ απέμεινα τελευταίος.

-Θα σε κούρασε η ζέστη, καημενούλη!

-Δε φταίει η ζέστη, αλλά τα παλιοπάπουτσά μου.

-Τι έχουν; ρώτησε η Λούδα.

-Με στενεύουν αφόρητα. Αν είχα ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, όλα θα ήταν πιο εύκολα.

Η Λούδα θυμήθηκε εκείνο το υπέροχο συναίσθημα που ένιωσε, σαν έδωσε τις μπότες της στη μέλισσα.

-Πάρε τα δικά μου, είπε κι έβγαλε τα αθλητικά της παπούτσια.

-Δε σου χρειάζονται; ρώτησε με απορία ο ψύλλος.

-Μην ανησυχείς! Δε τα χρειάζομαι πια. Φόρεσέ τα γρήγορα, και φρόντισε να κερδίσεις.

-Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ! είπε ενθουσιασμένος ο ψύλλος καθώς τα φορούσε.

-Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που μου προσέφερες το ίδιο υπέροχο συναίσθημα που ένιωσα κι άλλοτε. Αυτό που διώχνει μακριά τη μοναξιά μου.

Ο ψύλλος όμως δε την άκουσε. Ήδη, κάνοντας μεγάλα άλματα, βρισκόταν πολύ μακριά. Το χελιδόνι όμως που την άκουσε, κούνησε το κεφάλι:

-Ίσως η μοναξιά τελικά χάνεται όταν έχεις παρέα, αλλά κι όταν προσφέρεις.

Η Λούδα δε απάντησε. Σκαρφάλωσε μονάχα στα φτερά του. Κι εκείνο πέταξε πάνω από την έρημο, και διάβηκε βουνά, πεδιάδες και ποτάμια.

Καθώς περνούσαν πάνω από ένα ποτάμι, χαμήλωσε για να πιουν νερό. Στην όχθη του καθόταν ένα μυρμήγκι. Κοιτούσε λυπημένο το νερό.

-Γιατί είσαι έτσι λυπημένο; ρώτησε με περιέργεια η Λούδα.

-Η μαμά μου είπε να μη κολυμπήσω στο ποτάμι, επειδή είναι κοφτερές οι πέτρες. Όμως εγώ το θέλω τόσο πολύ!

-Μ’ αυτά τα λαστιχένια παπούτσια θα κολυμπήσεις άφοβα, του είπε η Λούδα. Και, δίχως να το σκεφτεί, του έδωσε το λαστιχένιο της ζευγάρι παπούτσια.

-Υπέροχα! αναπήδησε το μυρμήγκι από χαρά. Σ’ ευχαριστώ!

Η κάμπια το καμάρωνε, καθώς τσαλαβουτούσε χαρούμενο στα νερά του ποταμού.

-Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να σκεφτείς, αν θα κρατήσεις ή όχι ένα ακόμη ζευγάρι απ’ τα παπούτσια σου, παρατήρησε με έκπληξη το χελιδόνι.

-Δε τα χρειάζομαι πια, είπε σίγουρη η Λούδα. Άλλωστε θεωρώ σημαντικότερο το συναίσθημα που νιώθω, κάθε φορά που δίνω ένα ζευγάρι.

-Νομίζω πως εδώ είναι καλό μέρος για να μείνουμε, είπε το χελιδόνι.

Βλέποντας όμως πως η Λούδα έσκυψε το κεφάλι:

-Τι συμβαίνει; Πάλι δε συμφωνείς; τη ρώτησε.

-Ίσως σου φανεί παράξενο, είπε εκείνη. Όμως, αυτή τη φορά, επιθυμώ να επιστρέψω στο τόπο μου.

-Τον νοστάλγησες ε;

-Πάντα υπάρχουν κι όμορφες στιγμές να θυμόμαστε.

-Δε φοβάσαι μήπως σε συλλάβουν;

-Αν συμβεί, θα εξηγήσω στο δικαστήριο πως μετάνιωσα για ό,τι έκανα. Ελπίζω να δεχθούν να μείνω μαζί τους ξανά. Διαφορετικά, θα αποδεχτώ όποια τιμωρία μου επιβάλλουν.

-Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι της επιστροφής.

-Μου στάθηκες πολύ καλός φίλος. Δε θα σε κουράσω άλλο. Θα γυρίσω πίσω μόνη μου.

-Μα δε γνωρίζεις τον δρόμο!

-Θ’ αναζητήσω κάποιο πλοίο, που να περνάει από τις μουριές. Στη συνέχεια θ’ ακολουθήσω το ένστικτό μου, ώστε να βρω το δέντρο μου.

-Έτσι θα χαθείς!

-Μην ανησυχείς για μένα! Εδώ φαίνεται πως είναι για σένα, ο κατάλληλος τόπος για να ξεκουραστείς.

-Όπως νομίζεις, υποχώρησε το χελιδόνι. Ίσως ξαναβρεθούμε στα μέρη σου, σαν επιστρέψω την Άνοιξη.

-Τότε ίσως να είμαι πια πεταλούδα. Δύσκολα θα με αναγνωρίσεις. Μην ανησυχείς όμως, γιατί θα σε γνωρίσω εγώ!

…Συνεχίζεται…

Εδώ μπορείτε να βρείτε το μέρος Πρώτο & Δεύτερο:

https://www.animartists.com/2018/06/22/8-13/

https://www.animartists.com/2018/06/29/3-25/