Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


«Εγώ κλείνω τους λογαριασμούς τα καλοκαίρια». Είναι που μου τελειώνει η σελίδα στο ημερολόγιο και το μολύβι μου θα γράφει πια με δυσκολία στο χαρτονένιο του εξώφυλλο. Δεν έμαθα να πιέζω εκεί που με δέχονται ως τον επιπλέον, ως τον περισσευούμενο, ως τον απρόσκλητο συνδαιτυμόνα της τελευταίας στιγμής, που θα τον βολέψουν στο τέλος, έστω στην κόγχη του τραπεζιού. Οι γωνίες με κάνουν να αισθάνομαι άβολα, νιώθω να με σημαδεύουν, όπως τόξο ενός δυσάρεστου κύκλου στον οποίο έχω μπει ακουσίως, χωρίς συγκατάθεση. Σηκώνω τα χέρια ψηλά και παραδίνομαι.

«Κάπου όλα τελειώνουν, κύριε βιβλιοδέτα. Να το ξέρετε. Κάπου οι κρίκοι του ντοσιέ δεν μπορούν να συγκρατήσουν άλλα φύλλα». Κι εγώ έμαθα να έχω μικρά σημειωματάρια στο σακίδιο της μέρας. Σχεδιάζω πάνω τους, σε μικρογραφίες, όσα δεν μπορώ να περιγράψω με τις λέξεις. Προκύπτει τις περισσότερες φορές να μας είναι άχρηστα αυτά που δεν μπορεί να ανακαλέσει το μνημονικό.

Είναι, λοιπόν, που θα πάρω το δρόμο της επιστροφής, το αεροπλάνο, το καράβι. Είναι που βρίσκομαι στο μηδέν. Μόλις πάτησα το πόδι μου πάνω του, όπως ο πρώτος αστροναύτης στο φεγγάρι. Πιο άπειρο από το μηδέν δεν υπάρχει, πιο μεγάλο άπειρο από τη μικρή στιγμή της νέας ημέρας, του νέου ξεκινήματος. Μεγάλο άπειρο και μικρό άπειρο. Όπως Μεγάλη Άρκτος και Μικρή Άρκτος. Όπως σήμερα  «Σ’αγαπώ πολύ» και αύριο θα «σ’ αγαπώ κομμάτι λιγότερο». Κι από το κομμάτι λιγότερο, λιγότερο κι από ψίχουλο. Δε χορταίνει ούτε το σπουργίτι με τέτοια αγάπη. Πρώτα το άπειρο συντονίζεται σε ένα «σε αγαπώ τόοοσο κι άλλο τόοοσο», κι έπειτα χωράει σε μισή μόλις αγκαλιά, σε έκταση ενός μόνο μπράτσου, γράφεται πλέον με σύμφωνα που βγαίνουν κουρασμένα, αδιάθετα από τα δόντια. Είναι η συνήθεια που συρίζει.

«Εγώ κλείνω τους λογαριασμούς τα καλοκαίρια» κι αυτοί πάνε και κάθονται μέσα σε ένα κύκλο, παίρνουν σειρά πάνω στην περίμετρό του. Κάπου αλλού, κάποιος άλλος μου ανοίγει έναν άλλον. Έχω κι εγώ ανάγκη ο νομάς, ο γύφτος, να στήσω κάπου το τσαντίρι μου μέχρι τον επόμενο μουσώνα, το επόμενο μελτέμι ή το ξεροβόρι που θα με σπρώξει σε άλλα απάγκια μέρη. Οι εποχές αλλάζουν και δεν έρχονται πάντα στην ίδια συχνότητα. Τα φαινόμενα, ευτυχώς, είναι απρόβλεπτα.

Δεν ήμουν ποτέ καλός στα μαθηματικά. Δεν καταλάβαινα τις σταθερές, τις εξισώσεις, τις συναρτήσεις ούτε και τους νόμους της στατιστικής, γι’ αυτό τα κρατούμενα πολλά και το υπόλοιπο, στις πράξεις της διαίρεσης, στις τελικές μοιρασιές από τους άλλους, δανεικό κι αγύριστο. Ποιος άραγε να διαιρείται και ποιος να είναι ο διαιρέτης είναι σχετικό. Στην επόμενη πράξη θα αλλάξουν θέση. Όπως σχετικός είναι ο ρόλος του θύματος κι ο ρόλος του θύτη. Δεν μπορεί να έχει ο λύκος μόνο το άδικο και το αρνί να είναι πάντα αθώο, άσπρο και παχύ κι η μάνα του να καμαρώνει.

Σχεδιάζω ξανά στον πίνακα με το χέρι ό,τι σχεδίασε πριν ο ξύλινος διαβήτης. Ξεπατίκωμα της αλληλουχίας των στιγμάτων. Εύκολη υπόθεση, λένε. Στην επαλήθευση του σχήματος, στο πέρασμα των ίδιων σημείων υπάρχουν, όμως, αστάθμητοι παράγοντες για μια τόσο προβλέψιμη τροχιά. Ό,τι ήταν εύκολο για τους άλλους γίνεται δύσκολο στα δικά μου χέρια και τούμπαλιν. Ένα εξόγκωμα, ένα γρουμπουλάκι στόκου από μια κακοτεχνία του ελαιοχρωματιστή, θα αναγκάσει να ξεφύγει το χέρι μου και θα μεγαλώσει την περίμετρο. Δεν θα είναι πια κύκλος. Εγώ θα έχω πάρει μια παύση, μια ανακωχή. Η μία σκέψη θα δώσει προτεραιότητα σε μία άλλη αυθαίρετη αλλά αναγκαία της στιγμής, νεύοντάς της, σηκώνοντας το δεξί της χέρι, χάριν έλλειψης σήμανσης.

Τώρα που κλείνει αυτός ο κύκλος και του ‘δωσα μια μικρή παράταση, θα καθυστερήσω επίτηδες να κλείσω την περίμετρό του, όσο μου κρατήσει αυτός ο μονόλογος, αυτή η διαπίστωση. Θα έχω τον χρόνο παράλληλα να μαντέψω όμως τον επόμενο. Θα μου λύσω τη συνάρτηση, θα μου δώσω την απάντηση.

 

C/r=2π

 

π: η μαθηματική σταθερά. Αυτό που διαρκώς ψάχνω είναι ένα 3,14. Αυτό που με πλήγωσε στο παρελθόν και κάθε φορά που το σκέφτομαι, κάθε φορά που αναπηδά ελατήριο από αφορμή ανάμνησης, μου αγκυλώνει το όνειρο. Το οικείο κακό, το ενδεχόμενο. Αυτό που αποφεύγω, όπως ο διάολος το λιβάνι, κι αν μπω κατά λάθος στην τροχιά έλξης του, στο βεληνεκές σύγκρουσης, ως αερόστατο θα λύσω τα σακιά άμμου, θα αμολήσω σαν τη σουπιά μελάνι.

2π: δυο ενέδρες μου έστησες, δυο κακά θα λάβεις. Θα μπήξω τη δεύτερη ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων. Θα πατήσω γκάζι.

r: η ακτίνα από το κέντρο. Η προβολή μου στους άλλους. Αυτό που πιστεύουν πως είμαι ή τουλάχιστον αυτό που τους κάνω, άθελά μου, εγώ να πιστεύουν πως είμαι. Ή γι’ αυτό που νομίζουν πως είμαι διαθέσιμος να τους δώσω και το αρπάζουν ενώ εγώ είχα ήδη σκοπό να το χαρίσω απλόχερα. Έτσι μου στερούν τη χαρά, τον ενθουσιασμό. Αν τα καταφέρω θα μειώσω την ακτίνα. Αυτός ο κύκλος θα πρέπει να φτάσει στο τέλος και να κλείσει γρήγορα.

Επίλυση και τελικό συμπέρασμα: Εμείς, λοιπόν, είμαστε μια κουκκίδα. Η περίμετρος του κύκλου ή των κύκλων που γράφουμε στην καθημερινότητά μας εξαρτάται από την παραπάνω σχέση. Ο κύκλος ή καλύτερα οι κύκλοι της ζωής σου δεν γράφονται ολοκληρωτικά από εσένα. Δεν υπάρχει μόνο ένας κύκλος προσωπικός. Είναι τόσοι, όσοι οι άνθρωποι που μας πλαισιώνουν κι έχουν ένα ρόλο περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό στη ζωή μας.

Ανοίγουμε και κλείνουμε κύκλους. Άλλοι σε εμάς κι εμείς αντίστοιχα στις ζωές των άλλων. Γεωμετρούμε ελευθέρως. Με πολλούς γράφουμε ομόκεντρους, ρίχνουμε ή ανεβάζουμε ταχύτητες. Με άλλους γράφουμε ελλείψεις. Με άλλους θα μας φανεί κοντινό το φεγγάρι, δεν θα μας φτάνει το ηλιακό ημερολόγιο. Θα γράψουμε τροχιά όπως αυτή του Voyager, θα αφήσουμε τα νώτα μας στον Πλούτωνα. Θα βγούμε από το ηλιακό μας σύστημα κι από κάθε νοητό σύστημα. Θα χτυπήσουμε φυγή. Ο κύκλος μας θα γράφεται πια σε έτη φωτός, με την περίοδο του Haley που περνά από τη Γη. Και ίσως με έναν μόνο να μην επιστρέψουμε πια από το σημείο εκκίνησης. Να χαθούμε μαζί του. Πόσα εφόδια να χωράει η φόδρα με αστρόσκονη, πόση ηφαιστειακή πέτρα στις τσέπες μας για να αφήσουμε ίχνη και να επιστρέψουμε;


Στην καλή μου Χριστίνα Ζερδεβά. Η πρώτη διαπίστωση, εντός εισαγωγικών, της ανήκει. Εγώ με βλέπω, διαμέσου, ανάμεσα, σφήνα, ζιγκ ζαγκ, στη συντακτική αλληλουχία των λέξεών της.