Άρθρο: Μαρία Μαθιουδάκη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Δήμητρα Κόκκαλη
Φιλόλογος
“Tι χρώμα να έχει άραγε το όνειρο; Μήπως το χρώμα του μενεξέ, ή του ήλιου, όταν πάει να αποκοιμηθεί; Και ο ήχος του, πώς να ηχεί άραγε; σαν το φλόισβο ή σαν το θρόισμα που κάνουν τα πέταλα του ρόδου, όταν τα παίρνει μαζί του ο αγέρας;
Μικρές πυρόξανθες μπουκλίτσες κουνιούνται πέρα δώθε ακολουθώντας τον σκοπό των κυμάτων. Η μικρή Ζωή, με μάτια που λαμποκοπούν από ενθουσιασμό, φτιάχνει κάστρα πάνω στην άμμο όμοια με αυτά που της διαβάζει η μαμά της το βράδυ στα παραμύθια, εκεί όπου ζουν καλόκαρδα ξωτικά, πριγκίπισσες, ιππότες και μάγισσες. Αχ πόσο λαχταρούσε και η Ζωή να ζει σε ένα κόσμο μαγικό, παραμυθένιο! Ξαφνικά ένα κύμα σκάει με ορμή στα πόδια της, παίρνοντας μέσα στο βυθό το μικρό παλατάκι της. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια της, σχηματίζοντας ένα ρυάκι στο πρόσωπο της. Τότε, θυμωμένη σηκώνεται κι αρχίζει να τρέχει αλαφιασμένη. Η μητέρα της προσπαθεί να τη φτάσει, φωνάζοντάς της:
– Ζωή στάσου, μην τρέχεις, περίμενε με!
Το παιδί όμως συνεχίζει να τρέχει αδιαφορώντας για τη μητέρα του που αδυνατεί να το ακολουθήσει. Άλλωστε εκείνη φταίει. Εκείνη κάθε βράδυ πριν το φιλί της καληνύχτας τής ψιθυρίζει στο αυτί ότι μπορεί να ζήσει στον κόσμο που θέλει, αρκεί μόνο να το ονειρευτεί. Και σήμερα το πρωί, καθώς έφτιαχναν το πρωινό της, τής έλεγε ότι τα κάστρα στη θάλασσα είναι φτιαγμένα από άμμο, πνοή όμως τους δίνουν τα όνειρα και η φαντασία. Να που το δικό της όμως καστράκι χάθηκε μέσα σε μία μόνο στιγμή, παρασέρνοντας όλα εκείνα με τα οποία, το είχε επενδύσει.
«Τόσο εύθραστα είναι λοιπόν τα όνειρα!»αναρωτήθηκε. “Δε θέλω να μεγαλώσω” σκέφτεται απογοητευμένη. Οι μεγάλοι μόνο ψέματα λένε. Όλο υπόσχονται και μετά ξεχνούν, δε λένε την αλήθεια τάχα για να μην πληγώσουν και να μην πληγωθούν. Μα να τώρα που εκείνη κοιτάζει τη θάλασσα με ματάκια φουρτουνιασμένα από το κλάμα. Μέσα στις σκόρπιες σκέψεις της ακούει τη γνώριμη φωνή της μητέρας της να τη φωνάζει να πάει κοντά της. Η Ζωή υπακούει μετά από λίγο στο τρυφερό κάλεσμα, πιάνει τη μαμά της από το χέρι, την πάει εκεί που έπαιζε και της λέει:
-Σήμερα δε θέλω να μου διαβάσεις παραμύθι. Θέλω να μου πεις μια αληθινή ιστορία.