Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Άνοιξα τα μάτια μου δειλά, χάιδεψα το σεντόνι στο στήθος μου και για λίγα δευτερόλεπτα ήμουν ακόμα σε κατάσταση ύπνου με συνείδηση παραδομένη, που σαν καθαρό χαρτί γεννιέται κάθε μέρα λευκό και έτοιμο να δεχτεί τα παρθενικά ταξίδια που πάνω του γράφω. Εκείνα τα δευτερόλεπτα με πιάνω να είμαι μάλλον χαρούμενη. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου που διαπερνούν τις χαραματιές από τα μισάνοιχτα πατζούρια μου κάνουν τη σκόνη του δωματίου στον αέρα σαν χρυσόσκονη να ανεμίζει. Θέλω να παραμείνω χαρούμενη και βλέπω τη σκόνη παραμυθένια. Μετά συνειρμικά φεύγω. Σκόνη, στάχτη. Σκόνη, στάχτη, φωτιά. Ένας συνειρμός τοσοδούλης, απειροελάχιστος στον χρόνο του μυαλού, αρκεί και έχω επανέλθει σε αυτό που ήμουν πριν κοιμηθώ. Μπαίνω ξανά στο σώμα μου, αναπηδώ ξανά στις εικόνες που χθες έβλεπα. Σηκώνομαι αργά, πλένομαι, μηχανικά κινούμαι και σκέφτομαι.
Καμιά στάχτη δεν είδα, καμιά σκόνη, καμιά φωτιά. Τα μάτια μου είδαν τις εικόνες τους στις ατέλειωτες αναμεταδόσεις μιας φρίκης ανείπωτης σε όλα τα μέσα. Μα αυτά όλα τα δικά μου τα μάτια δεν τα είδαν και ακόμα καίγονται. Τα δικά μου τα χέρια δεν άδειασαν αλλά κρεμασμένα τα βλέπω από τους ώμους μου να πέφτουν. Τα χείλη μου πικρή στάχτη δε γεύτηκαν αλλά αφυδατωμένα μιλάνε. Και η μύτη μου, αχ η μύτη μου καμένη γη δεν μύρισε αλλά να την ξεριζώσω θέλω. Μια καρβουνιά με πνίγει… Και τα αυτιά μου κλάμα μωρού δεν άκουσαν, ένα «βοήθεια, καίγομαι» δεν άκουσαν αλλά σ’ αυτά γη και δέντρα και λαρύγγια παιδιών και μανάδων και αέρηδες ουρλιάζουν. Α και το κεφάλι μου το μαξιλάρι του δεν το έχασε, τα πούπουλά μου δεν εξαφανίστηκαν αλλά βαρύ το νιώθω σαν σε πέτρα να πλαγιάζει.
Αυτό είναι. Ζω μακριά από τον πόνο και πρέπει κιόλας να συνεχίσω να ζω, η θλίψη να μη με καθηλώσει, να γελάσω, να μαλώσω, να διεκπεραιώσω υποχρεώσεις. Και αυτό κάνω βουβά. Δεν μπορώ κι αλλιώς. Αλλά τα βράδια πριν κοιμηθώ αναρωτιέμαι «γιατί όχι εγώ;». Τίποτα άλλο, μόνο αυτό «γιατί όχι εγώ;». Στο πένθος δεν μιλάς, μα άλλωστε δεν έχεις τι να πεις. Ο μεγάλος πόνος είναι πάντοτε βουβός. Σε ξεπερνάει. Ξεπερνάει την ανθρώπινη φύση σου. Είσαι πλασμένος για τη ζωή, οτιδήποτε παραπέμπει σε φθορά και θάνατο ξένο σου μοιάζει, ανοίκειο, μακρινό, έξω από σένα το βρίσκεις παράταιρο, έξω από μένα σχεδόν τρελό. Συμμορφώνομαι σιγά σιγά και τον φέρνω πιο κοντά μου, την απόλυτη σιωπή μου διαδέχονται απορίες.
Μα είναι καλοκαίρι, λέω, και θα ’πρεπε όλοι να χαιρόμαστε, να απολαμβάνουμε τα κρύα πλακάκια στις βεράντες ξυπόλητοι και να κοιμόμαστε σε δροσερά σεντόνια μισοϊδρωμένοι. Ανέμελοι. Με προβλήματα αλλά ξέγνοιαστοι, γιατί τον Ιούλιο μια ευθύνη την παίρνει η καλοκαιρία του καιρού κι όλα μαζί με τον ουρανό ζητάνε να χαλαρώσουν. Κι, ενώ αυτή είναι μια επιτακτική ανάγκη, εγώ δεν μπορώ να μείνω αμέτοχη στον πόνο. Πώς να ξεφύγω; Δεν γίνεται, άλλωστε. Δεν θέλω μάλλον. Μα και πάλι στο μυαλό μου γυρίζει «γιατί όχι εγώ;» ή «γιατί όχι αύριο εγώ;» Χμμ… τόσο εγωιστική και η ενσυναίσθηση τελικά και η συμπόνια και η συμπάθεια… Μήπως και πεθάνω εγώ ή μήπως ήμουν στη θέση τους εγώ, αν έχανα εγώ το σύντροφό μου, το παιδάκι μου, τη μάνα μου. Ταυτίζομαι ασυνείδητα και αγκαλιά τους, αν και μακριά τους πονάω τον πόνο τους, βιώνω τις απώλειές τους.
Η μέρα πρέπει να ξεκινήσει κανονικά κι αφού πια οι ψυχές τους απανθρακώθηκαν και οι ψυχές μας μαζί τους, η παράκληση για ζωή μέσα φωνάζει «η ζωή προηγείται, η ζωή προηγείται». Πριν πάω, λοιπόν, στη δουλειά είχα κανονίσει ένα ραντεβού κι αποφάσισα να μείνω συνεπής . Έτσι, νωρίς ακόμα βαριά περπάτησα στον διάδρομο, άνοιξα την πόρτα, την έκλεισα πίσω μου κι έφυγα. Πήγα στα μνήματα να συναντήσω την ξαδέρφη μου. Σαν σήμερα θα γιόρταζε. Γιορτάζω πάντα τα καλοκαίρια την Αγία της και το δικό της πρόωρο φευγιό. Οδηγώντας άρχισε να βρέχει, μόλις έφτασα στη δική της ησυχία απλώς ψιχάλιζε απαλά ο ουρανός σα να με ελεούσε. Στο προσκεφάλι της βρήκα κουρνιασμένη μια γάτα. Άνοιξε τα μάτια της, με είδε κι έπειτα τα έκλεισε ξανά και συνέχισε να κοιμάται. Το γουργουρητό της και οι σκέψεις μου με έκαναν να νιώθω πως είμαι ακόμα ζωντανή.
Της μίλησα πολύ. Της είπα για όσα συμβαίνουν εδώ στους από πάνω, πως σίγουρα δε θα της άρεζαν και πολύ και πως μάλλον δε θα της άρεζαν καθόλου. Την έθλιψα βαθύτατα. Είμαι σίγουρη. Άλλωστε κι εκείνη κι εγώ σ’ αυτή τη γη γεννηθήκαμε και για πάντα σε θάνατο και σε ζωή αυτή θα έχουμε πατρίδα.
Σκεφτόμουν τη μαμά της κι άλλες μαμάδες που έχω γνωρίσει που πια ζουν για να πεθάνουν (αυτές το λένε, όχι εγώ) και σκεφτόμουν τη μαμά μου που αγωνίζεται για να ζήσω εγώ. Εκεί, στη σιγή ακούς τις φωνές μέσα σου πιο καθαρά. Τότε θυμήθηκα και έναν παλιό μου έρωτα που μου έλεγε «μια μέρα και καμία, έτσι είναι ο χρόνος μαζί σου». Ποτέ δεν κατάλαβα τι μου έλεγε και ποτέ δεν τον ρωτούσα. Ίσως μου άρεζε αυτό το μυστήριο που δεν ήθελα επεξηγήσεις. Αυτό το «μια μέρα και καμία» σήμερα, εδώ, στα μνήματα άρχισα να το νιώθω χωρίς πάλι να το καταλαβαίνω. Όμως, για πρώτη φορά θέλησα να το νοηματοδοτήσω μήπως το καταφέρω και για τη ζωή μου. Μια μέρα και καμία να μη σου αρκεί για το βίο ή τελικά να σου αρκεί; Η κάθε μέρα να ‘ναι τόσο πλήρης που να τελειώνει και να λες «έζησα, ναι έζησα», τόσο αυτάρκης που ανάγκη από άλλη μέρα να μην έχει για να σταθεί και να αντέξει στο κορμί, στην ψυχή σου. Μα και οι άλλοι δίπλα σου να σε χορταίνουν, αλλά και ποτέ να μην τους φτάνεις, αέναα να τους γεμίζεις και ποτέ κανένας να μη στερεύει.
Δίπλα ακριβώς της είναι χρόνια θαμμένη η σύζυγος του πνευματικού μου. Κάτω από το όνομά της έλεγε «ετών 62» και στα μάτια της, στη φωτογραφία της κορνίζας από κάτω, έσταζαν δυο σταγόνες βροχής, σαν απάντηση για την αλληλοπεριχώρηση νεκρών και ζωντανών, μια επιβεβαίωση πως κι αυτές μαζί μας είναι στη φρίκη των ημερών και στη δική μου φρίκη.
Ήταν ένα ιδανικό σκηνικό για μελό ταινία. Μα εγώ εκεί ένιωσα όπως το πρωί που ξύπνησα, καθαρή σαν το πανί χωρίς περιττές σκέψεις, χωρίς περιττούς εαυτούς, μάσκες και προσωπεία ανώφελα, υποχρεώσεις και προσδοκίες. Ένιωσα τη δικαιοσύνη μέσα μου και την είδα παντού έξω. Να βρέχει στις μαρμάρινες πλάκες τις δίκαιες και σε μένα την άδικη. Να καθαρίζουν όλα, λάσπες κι εγώ μαζί να νιώθω ήρεμη κι ανάλαφρη σαν ξαναγεννημένη από εκείνη την αλήθεια τη δίκαιη, που σκοπό και νόημα μου δίνει πως κι εγώ συντροφιά τους θα καταλήξω.
Η μέρα που ακολούθησε ήταν στους ρυθμούς και τα κυβικά του πρωινού. Το βράδυ που γύρισα στο σπίτι όσο παγωτό κι αν έφαγα, να γλυκαθώ δεν μπόρεσα. Μα κι αυτές τις μέρες μου, τις βαριές για μέρες δικές μου, ολόδικές μου τις λογιάζω. Ίσως μάλιστα και πιο πολύ δικές μου, λες και σε αυτές, στην τόση θλίψη υπήρξα περισσότερο…