Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Η φωτιά είναι ένας κλέφτης που μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Μια γυρολόγος γύφτισσα που σου ξεδιπλώνει με το ζόρι την παλάμη για να σου διαβάσει τη μοίρα.
Σπάει το μάνταλο, τραβάει το σύρτη, ανοίγει τα παντζούρια και με το πόδι δρασκελίζει το περβάζι.
Μαζεύει το ένα πόδι στα πλακάκια και απλώνει το άλλο.
«Κλέφτης, μάνα μ’, κλέφτης».
«Φωτιά, μάνα μ’, φωτιά».
Τα προικιά στο γιούκο.
Τα καλά ρούχα, τα αφόρετα στις κρεμάστρες.
Τα πορσελάνινα σερβίτσια, αγρατζούνιστα, από μία ηθελημένα προσεγμένη αχρησία.
Δεν ήταν γραφτό ακόμα να έρθει μια μεγάλη γιορτή, ένα λαμπρό γεγονός, μια πανηγυρική συνεστίαση των συγγενών και των φίλων, μια συνεύρεση για ένα νέο ξεκίνημα να τσουγκρίσουν κρύσταλλα.
Τα μαζεύει όλα.
«Κλέφτης, μάνα μ’, κλέφτης».
«Φωτιά, μάνα μ’, φωτιά».
Τα κεντητά κάδρα, τους καθρέφτες με τις «καλημέρες», το άρωμα των ψεύτικων σκαλισμένων τριαντάφυλλων, τις φωτογραφίες στους τοίχους, τη φλούδα των προσώπων, την αγάπη της στιγμής, τη σκηνοθετική μαεστρία του φωτογράφου.
Με ψευτόλογα παίρνει κι εσένα μαζί της.
Κουβαλητής χαμάλης των αποκτημάτων της.
Δεν είναι μόνο η κλεψιά. Είναι η μαγαρισιά.
Που τραβά με βία από τα χέρια.
Που δεν τα υπολογίζει.
Που παίρνει ό,τι μπορεί κι αφήνει χνάρια.